από το blog της Αικατερίνης Τεμπέλη
Πρόκειται
για δραματοποιημένη μεταφορά της ιστορίας του Franco Basaglia. Αφορά
την ψυχιατρική μεταρρύθμιση που εκείνος επιχείρησε στην Ιταλία τη
δεκαετία του ’60, στα ψυχιατρεία της Gorizia και της Trieste. Προβλήθηκε
από την RAI1 και την είδαν πάνω από 7 εκατομμύρια άνθρωποι. Κέρδισε 3
διεθνή βραβεία (στα φεστιβάλ της Shanghai, του Montecarlo και της Rome).
H σκηνοθεσία είναι του Marco Turko, o οποίος έχει γράψει και μέρος του
σεναρίου. Σύμβουλος ήταν ο Διευθυντής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου της
Trieste, Peppe dell’ Acqua. Στη σελίδα της Società Psicoanalitica Italiana, μπορείτε να διαβάσετε μια σχετική ανάρτηση.
Πρώτα
λοιπόν υπήρξε η πόλη των τρελών, το ψυχιατρικό άσυλο. Με τους
περιορισμούς, τους ζουρλομανδύες, τα κρεβάτια-κλουβιά, τα κελιά
απομόνωσης, τα ηλεκτροσόκ που ενίοτε χρησιμοποιούνταν ως τιμωρία, την
προβληματική σχέση πασχόντων και νοσηλευτών που έμοιαζε τραγικά μ’ αυτή
των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων τους, τη σαδιστική σχέση μεταξύ
γιατρών και ασθενών.
Δεν
ήταν το άσυλο, ένα μέρος φροντίδας, αλλά ένας χώρος για να κρυφτούν και
να διαχωριστούν οι ‘πάσχοντες’ απ’ τους ‘υγιείς’, αφού η ψυχική
ασθένεια αποτελούσε πάντα κοινωνικό ‘σκάνδαλο’. Στο δυτικό κόσμο, κανείς
δεν το είχε αμφισβητήσει ποτέ, κανείς δεν είχε τολμήσει ποτέ να
αμφισβητήσει την εξουσία των ψυχιάτρων.
Τουλάχιστον
μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν, σε μια επαρχιακή πόλη του
Βορρά, ένας νέος επαναστάτης ψυχίατρος, περιθωριοποιήθηκε από τον
ακαδημαϊκό κόσμο. Ο Franco Basaglia, άναψε τη σπίθα που προκάλεσε μια
πυρκαγιά που ήταν αδιανόητη πριν από μερικά χρόνια …
Η Margherita,
που βλέπουμε στο παραπάνω video να την υποδύεται η Vittoria
Puccini, ήταν μια όμορφη κοπέλα, που έσφυζε από ζωή. Ήταν καρπός του
παράνομου έρωτα μιας Ιταλίδας κι ενός Αμερικανού στρατιώτη, ο οποίος εν
συνεχεία εξαφανίστηκε. Η μητέρα προτίμησε ν’ απορρίψει την ίδια της την
κόρη, για να ξεφορτωθεί τις ενοχές και την ‘αμαρτία’.
Κι
όταν οι αδελφές του κολλεγίου στο οποίο η Margherita φοιτούσε,
διαμαρτυρήθηκαν για το χαρακτήρα της -στην ουσία για τις πρώτες
φυσιολογικές ερωτικές της παρορμήσεις-, την έκλεισε σε ψυχιατρική
κλινική. Λίγοι μήνες, μες το καταπιεστικό και βίαιο φρενοκομείο ήταν
αρκετοί, για να μεταμορφωθεί η Margherita από ένα κορίτσι γεμάτο ζωή και
περιέργεια για τον κόσμο, σ’ ένα πλάσμα ‘επικίνδυνο’, σ’ ένα άγριο
θηρίο, που χρειάζεται να περιορίζεται νυχθημερόν σε κρεβάτι-κλουβί.
Ο
Boris ήταν κλεισμένος στον εαυτό του, δεν μιλούσε, δεν μπορούσε με
κανένα τρόπο να εκφράσει τα συναισθήματά του. Κανείς δεν ήξερε τι φρίκη
είχαν αντίκρισει τα μάτια του, τι δεινά είχε υποστεί αυτός ο δυνατός και
μεγαλόσωμος άντρας. Ο Boris φοβόταν. Στο άσυλο που οδηγήθηκε όμως, αντί
να βοηθηθεί, υποβαλλόταν σε ηλεκτροσόκ και δενόταν με ζουρλομανδύα. Ο
Boris παρέμενε δεμένος σε ένα κρεβάτι για δεκαπέντε χρόνια.
Ο
Furlan ήταν ένας πρώην αντάρτης, ένας ευγενής και καλός άνθρωπος που
είχε σύζυγο και τα παιδιά. Μπήκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, με τη θέληση
του. Ήθελε να θεραπεύσει το φόβο των επιθέσεων που είχε ακόμα εξαιτίας
του πολέμου και τον αλκοολισμό που του υπονόμευε το σώμα και το μυαλό.
Δεν φανταζόταν ότι στην πόλη των τρελών, θα ζούσε σαν φυλακισμένος, θα
τον τάιζαν μ’ ένα χωνί, θα έπρεπε να υποστεί σκληρές και καταστροφικές
θεραπείες που αντί να τον θεραπεύσουν, θα τον μετέτρεπαν σε ένα απαθές
όν, σε ένα ζωντανό-νεκρό.
Ο Cicca-cicca ήταν
σαν ένα μωρό παρότι κόντευε σχεδόν τα 20. Το φρενοκομείο, όπου ζούσε
(υποταγμένος στον εκφοβισμό των νοσηλευτών και των άλλων πασχόντων),
ήταν όλος του ο κόσμος. Κλεισμένος στον εαυτό του, έτρεμε από φόβο κι
ικανοποιούσε μόνο τα βασικά του ένστικτα.
Κι
υπήρχε και η Nives, η οποία δεν ήταν ασθενής, αλλά νοσοκόμα. Μια καλή
γυναίκα, μητέρα και τίμια εργαζόμενη. Είχε διδαχθεί ότι οι τρελοί δεν
είναι άνθρωποι, αλλά κάτι περισσότερο από ..πράγματα. Θα έπρεπε να τους
πλένει, να τους ντύνει, να τους καθηλώνει και να τους τιμωρεί. Κι η
Nives αυτό έκανε: τους έπλενε, τους τάιζε, τους τιμωρούσε. Αντιμετώπιζε
ανθρώπινα όντα ως αντικείμενα και δεν συνειδητοποιούσε ότι το άσυλο είχε
(έχει) τη δύναμη να αποκτηνώνει, όχι μόνο τους “τρελλούς”, αλλά και
εκείνους που θα έπρεπε να τους φροντίζουν. Κι αντί γι’ αυτό, τους
υποβαθμίζει με το να τους ‘μετατρέπει’ σε δεσμοφύλακες.
Αυτοί,
μεταξύ άλλων, ήταν οι άνδρες και οι γυναίκες που είδε μπροστά του, ο
Franco Basaglia όταν έγινε διευθυντής του ασύλου, της Gorizia. Θα
μπορούσε να κάνει ότι και οι προκάτοχοι του: να συνεχίζει να παίρνει το
μισθό του, να γράφει τα επιστημονικά βιβλία του και να βοηθά τους
νοσηλευτές να διαχειρίζονται τη ‘βρώμικη’ δουλειά του ψυχιατρικού
νοσοκομείου. Αλλά δεν έγινε έτσι. Ο Basaglia και η σύζυγός του, η Franca
Ongaro, μια γενναία και καλλιεργημένη γυναίκα ανώτερης τάξης,
αναστατώθηκαν όταν ήρθαν σ’ επαφή με την τρομερή πραγματικότητα. Κι
αποφάσισαν να την αλλάξουν.
Δεν
ήξεραν το πως ακριβώς θα το έκαναν αυτό, επειδή το άσυλο είναι ένα από
τα πιο διαρκή όργανα της καταπίεσης της ανθρώπινης ιστορίας στη Δύση.
Αλλά κάτι έπρεπε να γίνει. Παρά το κόστος της αποξένωσης απ’ το πολιτικό
και πολιτιστικό κατεστημένο της εποχής που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν.
Έτσι άρχισε μια εξαιρετική περιπέτεια, της οποίας ηγήθηκε ο Basaglia
και η σύζυγός του, και στην οποία εντάχτηκαν κι άλλοι νέοι επαναστάτες
ψυχίατροι. Σκοπός τους να “καταργήσουν” κυριολεκτικά, αυτό το σύμπαν που
θύμιζε στρατόπεδο συγκέντρωσης, δηλαδή την ‘πόλη των τρελων’. Κάτι
τέτοιο δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ πριν. Ήταν μια περιπέτεια γεμάτη
κινδύνους, των οποίων η έκβαση δεν ήταν καθόλου βέβαιη.
Υπό
τη διεύθυνση του Basaglia εξαλείφθηκε κάθε είδους σωματικής καθήλωσης
και αναστάλθηκαν οι θεραπείες με ηλεκτροσόκ. Οι πύλες άνοιξαν, αφήνοντας
τους ασθενείς να κάνουν περιπάτους στο πάρκο, να δειπνούν στο ύπαιθρο ή
να δουλεύουν αν ήθελαν. Αρχίσε, πάνω απ’ όλα, να δίνεται προσοχή στις
συνθήκες διαβίωσης των εγκλείστων και στις ανάγκες τους. Οργανώθηκαν
συναντήσεις του τμήματος και συνεδριάσεις της ολομέλειας. Δημιουργήθηκαν
ανοιχτοί χώροι για κοινωνικές συγκεντρώσεις, καταργήθηκε ο υποχρεωτικός
διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι ρόλοι του καθένα δεν ήταν
διακριτοί, δεν ξεχώριζε πια εύκολα ο πάσχων απ’ το νοσηλευτή κι η πόρτα
του Basaglia, ήταν διαρκώς ανοιχτή. Τους γνώριζε όλους, καταλάβαινε τις
ανάγκες τους. Σταματούσε στον κήπο κάθε λίγο, για να χαιρετήσει και να
συνομιλήσει με τον ένα και τον άλλο.
Έτσι, η Margherita, ο Boris, o Cicca-cicca και πολλά άλλoi
πάσχοντες ‘επανεμφανίστηκαν’ στη ζωή. Και η ιστορία, μέσα από τις
ιστορίες τους, γίνεται ένα ζωντανό, ανθρώπινο και συναισθηματικό ταξίδι,
στο οποίο, άνδρες και γυναίκες που προορίζονταν να τελειώσουν τη ζωή
τους κλειδωμένοι, ανέκτησαν, διαμέσου επιτυχιών κι αποτυχιών, μέρα με τη
μέρα, μια ζωή που αξίζει κανείς να ζει: με μια δουλειά, ένα σπίτι, μ‘
αγάπη. Ακόμη και οι νοσηλευτές όπως η Nives, πρώην αντιπάλοι του νέου
διευθυντή, απέκτησαν μια νέα συνείδηση και πλαισιώθηκαν στη διαδικασία
του μετασχηματισμού του ασύλου. Οι πρωταγωνιστές αυτής της επικής
ιστορίας, όμως, πλήρωσαν υψηλό τίμημα: υπαρξιακά, προσωπικά, οικονομικά,
οικογενειακά προβλήματα ήρθαν στην επιφάνεια. Παρουσιάζονται στη
δραματοποίηση κι οι ξεχωριστές ιστορίες, των γιατρών και νοσηλευτών που
είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν στον αγώνα τον Franco Basaglia…
*Το πρωτότυπο ιταλικό κείμενο θα το βρείτε εδώ κι όσοι γνωρίζετε την γλώσσα, αξίζει να δείτε και τις υπόλοιπες σελίδες, όπως για παράδειγμα αυτή με το βιογραφικό του Basaglia, αλλά κι αυτή
που αναφέρει τους συντελεστές. Η ελεύθερη μετάφραση είναι δική μου.
Συνέπτυξα μερικά σημεία, προσπαθώντας να μειώσω την έκταση του κειμένου,
χωρίς σε καμία περίπτωση ν’ αλλοιώσω το νόημα.
..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου