6.06.2013

Χ. Βαρουχάκης: Η Δικαστική Συμπαράσταση. Προβλήματα και απόψεις.

αναδημοσίευση από το psi-action

Χαρίλαος (Χάρης) Βαρουχάκης
Ψυχίατρος
Πρώην Διευθυντής της Ιατρικής Υπηρεσίας του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής
Γρηγορίου Ε 23 , Πειραιάς Τ.Κ.18534
Τηλ. 210-4124630, 22950-31906
E-Mail: bxaris@otenet.gr

                                                                              Πειραιάς, 20 Μαΐου 2013


Προς

Την Ειδική Επιτροπή Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές

Θέμα: Η Δικαστική Συμπαράσταση. Προβλήματα και απόψεις.

Φίλε Κύριε Πρόεδρε

Θα μου επιτρέψετε, όπως ελπίζω και οι άλλοι φίλοι της Επιτροπής, κάποιες παρατηρήσεις, επειδή τα σχετικά με την δικαστική συμπαράσταση προβλήματα είναι πολλά. Τα περισσότερα μάλιστα είναι το αποτέλεσμα μιας διαχρονικής πρακτικής, να ψηφίζονται νόμοι, που ή δεν εφαρμόζονται και καταλήγουν στα αζήτητα ή που το ίδιο το Κράτος παραβιάζει ασύστολα.

Παράδειγμα ο Νόμος 2071 /92 που εξακολουθεί, είκοσι ένα χρόνια μετά την ψήφισή του, να μην εφαρμόζεται (και ούτε καν να έχει τύχει της τιμής μιας ερμηνευτικής εγκυκλίου) όπως επίσης και ο Νόμος 2716/99, καίριες διατάξεις του οποίου αγνοούνται προκλητικά ή παραβιάζονται προς όφελος συνήθως των επιτηδείων.

Τα προβλήματα έχουν επανειλημμένα επισημανθεί από πολλούς εδώ και πολλά χρόνια, αλλά το παράλυτο κράτος μας δεν έστεργε (και δυσκολεύεται ακόμη να αλλάξει νοοτροπία και πρακτική) να ακούσει άλλους, εκτός από τους εκλεκτούς της εκάστοτε κρατούσας κομματοκρατορίας.

Στον αξιότιμο και ακατάδεκτο κ. Αβραμόπουλο π.χ έγραφα πριν από χρόνια: «…Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν μεταφερθεί σε οικοτροφεία άρρωστοι χωρίς να έχουν τηρηθεί πάντοτε οι νόμιμες διαδικασίες για τη μεταφορά τους και ούτε οι διαδικασίες που πρέπει προκειμένου να διασφαλιστεί η αδιάβλητη και επ’ωφελεία τους διαχείριση της περιουσίας τους.»

Η Ομάδα Εργασίας επίσης, που είχε συγκροτηθεί με τη συνεργασία του Συνήγορου του Πολίτη και της ΕΨΕ, είχε εξ αρχής, αλλά μάταια, επισημάνει την ανάγκη να αντιμετωπισθούν «..τα κενά, αντιφάσεις, ανεπάρκειες, δυσχέρειες εφαρμογής του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου …και ειδικότερα: …στις διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου που αφορούν τη δικαστική συμπαράσταση». Η συνέπεια των επισημάνσεων της Ομάδας Εργασίας ήταν η συνήθης. Η Ομάδα καταργήθηκε και το έργο της αχρηστεύθηκε.

Με αφορμή λοιπόν πρόσφατες γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής σας και σχετικές με τη Δικαστική Συμπαράσταση Δικαστικές αποφάσεις που περιήλθαν σε γνώση μου (η με αριθμό 23/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, οι με αριθμό 26991/2005 και 32046/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και η με αριθμό 379/2007 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης), θεώρησα αναγκαίο και χρήσιμο για τα συμφέροντα των αρρώστων να σας γνωστοποιήσω και τις δικές μου απόψεις επί του εξαιρετικά σημαντικού αυτού ζητήματος και των μειζόνων προβλημάτων που ανακύπτουν, και να σας παρακαλέσω να γνωστοποιήσετε και της απόψεις της Επιτροπής σας επ’ αυτού. Και θέλω να σας επισημάνω ότι, αν συνεχιστεί η πρακτική που εγκαινίασαν τα Δικαστήρια της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης, όλοι οι άρρωστοι, που βρίσκονται στα οικοτροφεία των Ν.Π.Ι.Δ. και έχουν ανάγκη Δικαστικής Συμπαράστασης, θα βρίσκονται υπό την επικυριαρχία τους. Διατηρώ ασφαλώς τη βεβαιότητα ότι κάποια από αυτά τα Ν.Π.Ι.Δ. θα ενεργούν προς όφελος των αρρώστων (στη μικρή μας χώρα όλοι, λίγο-πολύ, γνωριζόμαστε), αλλά και το μεγάλο φόβο ότι κάποια άλλα σε βάρος τους.

Ιδού συνοπτικά οι απόψεις και οι παρατηρήσεις μου:

1. Η ευρέως όπως αποδείχτηκε πρακτική της εισαγωγής και στέγασης σε οικοτροφεία αρρώστων που προφανώς δεν είναι σε θέση να δηλώσουν τη βούλησή τους (όπως π.χ. οι εμφανίζοντες βαριά νοητική καθυστέρηση ή οι ανοϊκοί ασθενείς ή ασθενείς που η ψυχική τους διαταραχή είναι τέτοιας βαρύτητας που οδηγεί στην ανάγκη να τεθούν σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης) είναι παράνομη για πολλούς λόγους. Παραθέτω τους πιο βασικούς:

1.1. Γιατί σύμφωνα με τα οριζόμενα από το άρθρο 9 παρ.2 του νόμου 2716/1999,  η εισαγωγή και στέγαση αρρώστων σε οικοτροφείο πρέπει να γίνεται «για ψυχιατρική παρακολούθηση … μετά από αίτησή τους …». Προφανώς όμως τέτοια αίτηση δεν είναι σε θέση και δεν είναι δυνατό να έχουν υποβάλει ασθενείς που υπάγονται σε μια ή περισσότερες από αυτές τις κατηγορίες.

1.2. Γιατί «Εκούσια νοσηλεία είναι η με τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και παραμονή του για θεραπεία, σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας». Και «προϋπόθεση είναι…. α) ο ασθενής να είναι ικανός να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του.» (άρθρο 94 του Νόμου 2071/1992). Προφανώς όμως ασθενείς αυτών των κατηγοριών ούτε είναι σε θέση να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους, ούτε είναι ικανοί να κρίνουν για το συμφέρον της υγείας τους.

1.3. Γιατί η λειτουργία οικοτροφείων εκτός των πολλών άλλων προϋποθέτει άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας που τα περισσότερα οικοτροφεία επί πολλά χρόνια δεν διέθεταν, ίσως δε και κάποια δεν διαθέτουν ούτε τώρα. (άρθρο 11 παρ. 2 και 4 του 2716/1999).

2. Υπάρχει νομική και λογική αντίφαση στο γεγονός να ανατίθεται σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη ασθενών που παρανόμως στεγάζονται στα οικοτροφεία τους, όπως συνέβη με τις ποιο πάνω αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις. Και να εμφανίζεται έτσι η Δικαιοσύνη να νομιμοποιεί εκ των υστέρων -χωρίς μάλιστα καμιά αιτιολόγηση- την παρανομία.

3. Το άρθρο 1669 του Αστικού Κώδικα (όπως αυτός διαμορφώθηκε με το Νόμο 2047/96 που εισήγαγε το θεσμό της Δικαστικής Συμπαράστασης) με τίτλο «Ποιος διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης» αναφέρει ότι «Το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που ….κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά το νόμο να διοριστεί….».

Επομένως δεν αρκεί το προτεινόμενο πρόσωπο να είναι κατάλληλο, αλλά πρέπει, όπως τονίζει και ο Βασίλης Βαθροκοκοίλης στο σύγγραμμά του «το νέο οικογενειακό δίκαιο», «…να μην υπάρχει εμπόδιο από το νόμο για το διορισμό του (άρθρο 1670 Α.Κ.)»

Αυτό το άρθρο λοιπόν, το 1670 με τίτλο «ποιοι αποκλείονται», ρητά ορίζει ότι αποκλείεται ο διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη μεταξύ των άλλων και αυτού που «….συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει...».

Ο Νόμος επομένως ξεκάθαρα, αποκλείει από το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη τους διοικούντες το οικοτροφείο (τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα), αλλά και τους εργαζόμενους σε αυτό, αφού τόσο η διοίκηση του οικοτροφείου όσο και οι εργαζόμενοι σ’ αυτό έχουν προφανή στενό δεσμό (οικονομικό, επαγγελματικό, ηθικό) με το οικοτροφείο που στεγάζεται και θεραπεύεται ο άρρωστος.΄Εξ όσων γνωρίζω η διάταξη αυτή δεν έχει καταργηθεί. Εξ άλλου και οι 4 αναφερόμενες ποιο πάνω αποφάσεις παραγνωρίζουν μεν τη διάταξη αυτή, χωρίς όμως να αναφέρουν πότε και με ποια μεταγενέστερη διάταξη καταργήθηκε. Επομένως και εξ αυτού του λόγου οι ανωτέρω αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις βρίσκονται σε αντίθεση, και χωρίς καμιά αιτιολόγηση, με το Νόμο. 

Αυτή η διάταξη τέθηκε προφανώς για τον φόβο ιδιοτελούς εκμετάλλευσης των αρρώστων από τους εργαζόμενους ή τους ιδιοκτήτες των Μονάδων Ψυχικής Υγείας. (Από ό,τι θυμάμαι αυτό ήταν και το επιχείρημα των εισηγητών της διάταξης). Παρ’ όλο όμως το εύλογο του επιχειρήματος, η πράξη έχει δείξει ότι οι επιτήδειοι θα βρουν κάποιον άλλο τρόπο να εκμεταλλευτούν την περιουσία του αρρώστου, ενώ με τη διάταξη αυτή αποκλείονται και οι πολλοί έντιμοι εργαζόμενοι που θα μπορούσαν να επιτελέσουν το έργο του δικαστικού συμπαραστάτη με τρόπο ανιδιοτελή και συνάδοντα με τα συμφέροντα του αρρώστου, περιλαμβανομένου και του θεραπευτικού. Θα πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί μια θεσμικά κατοχυρωμένη διαδικασία που και τους ανέντιμους θα αποκλείει και τους έντιμους θα ενθαρρύνει να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να εκτίθενται σε κινδύνους.

4. Το άρθρο 1671 με τίτλο «Αδυναμία διορισμού» ορίζει ότι «Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο πρόσωπο για να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1669, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα που έχουν συσταθεί ειδικά για σκοπό αυτόν και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία». Αξιοσημείωτα από τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό είναι τα εξής:

Πρώτο ότι το άρθρο αναφέρεται « …στα οριζόμενα στο άρθρο 1669» που ρητά ορίζει ότι αποκλείεται να διοριστεί όποιος σύμφωνα με το νόμο δεν μπορεί να διοριστεί (δες ποιο πάνω όσα για το άρθρο 1669 σημειώνω).

Δεύτερο ότι η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται « ..σε σωματείο ή ίδρυμα που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτόν…» .

Τρίτο ότι αν δεν έχουν συσταθεί τα ειδικά για το σκοπό αυτόν σωματεία ή ιδρύματα η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται στην «αρμόδια κοινωνική υπηρεσία» Επομένως οι πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις που αναθέτουν τη δικαστική συμπαράσταση στην «Κλίμακα» και τις άλλες Εταιρίες κατάφωρα παραβίασαν και το άρθρο 1671 του Νόμου αφού οι εταιρείες αυτές δεν έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό της δικαστικής συμπαράστασης όπως σαφώς το άρθρο αυτό απαιτεί.

Με αυτές τις δικαστικές αποφάσεις οι εταιρείες αυτές ανακηρύσσονται de facto ως «…σωματείο ή ίδρυμα το οποίο έχει συσταθεί ειδικά για το σκοπό της δικαστικής συμπαράστασης». Έτσι όμως μπορεί εύκολα να ανοίξει και η όρεξη και άλλων Εταιρειών, ιδίως εκείνων που η επεκτατική τους πρακτική ωθεί τη δραστηριότητά τους σε όλη σχεδόν την επικράτεια. Ουδόλως π.χ. αποκλείεται να ζητήσουν, επικαλούμενες το υπάρχον «δεδικασμένο», την ανάληψη της δικαστικής συμπαράστασης αρρώστων, ανηλίκων ή ενηλίκων νοσηλευομένων και σε άλλες Μονάδες Ψυχικής Υγείας, ακόμη και δημόσιες, και βέβαια, να ζητήσουν και επί πλέον χρηματοδότηση για την επιτέλεση και αυτής της ειδικής αποστολής τους.

Δεν αποκλείεται επίσης να δούμε κάθε λογής «φιλάνθρωπους», να συστήνουν, χωρίς καμιά θεσμική εγγύηση χρηστής λειτουργίας, Εταιρείες, Σωματεία ή Ιδρύματα ή άλλα Ν.Π.Ι.Δ. με δηλούμενο σκοπό την ανάληψη της δικαστικής συμπαράστασης και βέβαια να αυτοχαρακτηρίζονται ως Μ.Κ.Ο., που όμως κατά τη γνωστή πρακτική θα απαιτούν τη χρηματοδότησή τους από το Κράτος και θα το καταγγέλλουν δικαίως ή ιδιοτελώς, εντός και εκτός, όταν δεν θέλει ή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. (Το έργο το έχουμε ξαναδεί να επαναλαμβάνεται σε πάμπολλες αίθουσες με μεγάλη επιτυχία για τους «φιλάνθρωπους»).

Αναρωτιέμαι επίσης σε ποια έρευνα (που πρέπει να είναι «Σχολαστική» κατά τον Βασίλη Βαθρακοκοίλη - Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, σελίδα 1360) βασίστηκαν τα δικαστήρια προκειμένου να θεωρήσουν κατάλληλες αυτές της εταιρείες και να τους αναθέσουν τη δικαστική συμπαράσταση αρρώστων, δεδομένου ότι σε καμιά από τις αποφάσεις τους δεν αναφέρεται τέτοια έρευνα και ούτε υπάρχει έκθεση της «αρμόδιας» κοινωνικής υπηρεσίας ή έστω μιας άλλης μη αρμόδιας κατά το νόμο. Και αναρωτιέμαι ακόμη πως οι  Εταιρείες που ζήτησαν και δέχτηκαν να αναλάβουν το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη θα αντιμετωπίσουν τη γενικευμένη καχυποψία, που εύλογα έχει προκαλέσει η « …διαπίστωση του ρόλου και της δραστηριότητας ορισμένων οργάνων παρομοίων ιδρυμάτων σε έκνομες πράξεις που αμαυρώνουν την αποστολή των ιδρυμάτων αυτών» όπως ήδη από το έτος 2000, ο ανωτέρω αναφερόμενος έγκριτος νομικός είχε επισημάνει (Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, σελίδα 1360).

Εν τούτοις δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θεσμικό κενό παραμένει και ασφαλώς πρέπει να καλυφθεί. Γιατί όσο παρατείνεται η αδράνεια για την έκδοση των Προεδρικών διαταγμάτων που θα «…. να ορίσουν τα ιδρύματα και τα σωματεία που «…λόγω  του εξειδικευμένου προσωπικού τους κρίνονται κατάλληλα να αναλαμβάνουν …τη δικαστική συμπαράσταση ενηλίκων», πολλοί άρρωστοι, για τους οποίους δεν βρίσκεται «κατάλληλο πρόσωπο», θα παραμένουν χωρίς δικαστικό συμπαραστάτη, και επίσης άλλοι, που έχουν μεν δικαστικό συμπαραστάτη, αλλά αυτός είναι για διάφορους λόγους (συνήθως ιδιοτελείς) ακατάλληλος, θα παραμένουν υπό την ιδιοτελή «συμπαράστασή» του ακατάλληλου, μέχρι ότου βρεθεί ο κατάλληλος, που ίσως να μη βρεθεί ποτέ.

5. Παρατηρήσεις και σχόλια σχετικά με τις «Κοινωνικές Υπηρεσίες».

Μια γενική παρατήρηση είναι ότι ενώ ο Νόμος 2447/1996 παρέχει σπουδαίες αρμοδιότητες και σημαίνοντα ρόλο στις προβλεπόμενες «Κοινωνικές Υπηρεσίες» που προσδιορίζονται στο ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ του με τίτλο Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ και εξειδικεύονται στα άρθρα του 49, 50, 51, 52, 53 και 54. Στην πράξη όμως ο ρόλος των «Κοινωνικών Υπηρεσιών» έχει εκμηδενιστεί πλήρως. Πολύ δε φοβάμαι ότι, όπως και στις αναφερόμενες πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις συνέβη, και πάμπολλες άλλες παρόμοιες Δικαστικές αποφάσεις ελήφθησαν χωρίς να ληφθεί υπόψη, επειδή δεν υπήρξε, η καίριας σημασίας για το συμφέρον του αρρώστου έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας.

Από τα οριζόμενα στα ανωτέρω άρθρα (τα οποία 14 χρόνια μετά την ψήφισή του κατάντησαν κενά οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου), αξίζει να σημειωθούν τα εξής ενδεικτικά του μείζονος σημασίας ρόλου που ήθελε να αναθέσει ο Νομοθέτης στις Κοινωνικές Υπηρεσίες:

5.1. Ο Νόμος ορίζει ότι: «Ιδρύεται σε κάθε πρωτοδικείο Κοινωνική Υπηρεσία που λειτουργεί ως αυτοτελής και αποκεντρωμένη υπηρεσία υπό την εποπτεία των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας και Πρόνοιας…» (Άρθρο 49 παρ.1).

5.2. Ότι αυτή η αυτοτελής Κοινωνική Υπηρεσία που ιδρύεται σε κάθε πρωτοδικείο διοικείται από επιτροπή που αποτελείται από ειδικούς στα θέματα οικογενειακού δικαίου και ότι «το έργο και την εν γένει λειτουργία» όλων των Κοινωνικών Υπηρεσιών συντονίζει και εποπτεύει μια άλλη επιτροπή με όμοια σύνθεση … (Συντονιστική Επιτροπή Κοινωνικών Υπηρεσιών) με έδρα την Αθήνα που λειτουργεί επίσης ως αυτοτελής και αποκεντρωμένη υπηρεσία.

5.3. « Οι Κοινωνικές Υπηρεσίες των Πρωτοδικείων ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει ο νόμος… μέσω των ειδικευμένων οργάνων τους που ενεργούν συλλογικά ως διεπιστημονικές ομάδες» (Άρθρο 50 παρ.1).

5.4. Προβλέπεται η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο θα ρυθμιστούν μεταξύ άλλων: Ο αριθμός των μελών και η σύνθεση των Επιτροπών Διοίκησης των κατά Πρωτοδικεία Κοινωνικών Υπηρεσιών και της Συντονιστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης …τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων για την κατάληψη των θέσεων… την υπηρεσιακή κατάσταση και την εξέλιξη του προσωπικού …τον τρόπο της συλλογικής εργασίας και της εν γένει λειτουργίας των Κοινωνικών Υπηρεσιών στις γενικές γραμμές τους. (Άρθρο 52 Παρ.1).

Πέρασαν 14 χρόνια και το Προεδρικό αυτό Διάταγμα δεν έχει εκδοθεί ακόμα.

5.5. Οι λεπτομέρειες «του τρόπου άσκησης των αρμοδιοτήτων που αναθέτει ο Νόμος στις Κοινωνικές Υπηρεσίες… καθορίζονται με τους εσωτερικούς κανονισμούς που καταρτίζονται από τη Συντονιστική Επιτροπή Κοινωνικών Υπηρεσιών ..» (Άρθρο 52 παρ.2).

Εξ όσων γνωρίζω τέτοιοι εσωτερικοί κανονισμοί δεν έχουν εκδοθεί ακόμη.

5.6. «Η πλήρωση των θέσεων …..του προσωπικού των Κοινωνικών Υπηρεσιών γίνεται με τις διαδικασίες του ν.2190/1994», δηλαδή μέσω ΑΣΕΠ. (Άρθρο 52 παρ.3).

5.7. Όλες οι από τα άρθρα 49 μέχρι 52 προβλέψεις του Νόμου, (σε κάποιες από τις οποίες ποιο πάνω αναφέρθηκα) αποδείχτηκαν άχρηστες, αφού ο ίδιος ο Νόμος ορίζει ότι «Η έναρξη της ισχύος των άρθρων 49 έως 52 του παρόντος καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα….» Τέτοιο διάταγμα 14 χρόνια μετά δεν έχει εκδοθεί και όπως ήταν επόμενο το κενό καλύφθηκε με κάθε λογής αυθαιρεσία, ιδιοτελή ή αγαθούς πρόθεσης και πάντως κατέληξε (σε συνδυασμό με το Προεδρικό Διάταγμα με αριθμό 250/1999 στο οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια) στην πλήρη στην πράξη αχρήστευσή του ρόλου των κοινωνικών υπηρεσιών και στην εκμηδένιση της υποχρέωσης του Κράτους να προστατεύει τους πολίτες που έχουν ανάγκη της μέριμνας και προστασίας του.

5.8. Ο Νόμος πρόβλεψε βέβαια την ύπαρξη μιας μεταβατικής περιόδου (όχι βέβαια 14 ετών διάρκειας) και όρισε ότι «Όπου στον παρόντα ή σε άλλο νόμο προβλέπονται αρμοδιότητες κοινωνικής υπηρεσίας στο πλαίσιο του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης, οι αρμοδιότητες αυτές ασκούνται, για όσο διάστημα και σε όσες Κοινωνικές Υπηρεσίες δεν έχουν συγκροτηθεί ακόμα ειδικά Τμήματα ….από ειδικούς επιστήμονες των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης καθώς και των κοινωνικών οργανώσεων που εποπτεύονται από αυτές.» (Άρθρο 54 παρ.1). Και επίσης πρόβλεψε ότι «με προεδρικό διάταγμα …θα καθοριστούν οι λεπτομέρειες της χρησιμοποίησης των επιστημόνων των εν λόγω υπηρεσιών για τους σκοπούς της λειτουργίας του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης» (Άρθρο 54 παρ.2)

5.9. Τρία χρόνια μετά εκδόθηκε το προβλεπόμενο από το ανωτέρω άρθρο 54 προεδρικό διάταγμα. Πρόκειται για το με αριθμό 250/1999, η κατά το δοκούν ερμηνεία ή, μάλλον, παρερμηνεία του οποίου επίσης συνετέλεσε στην επικρατήσασα ασάφεια, σύγχυση και απροσδιοριστία, ακόμα δε και στην έκδοση προφανώς παράνομων δικαστικών αποφάσεων.

Του προεδρικού αυτού διατάγματος θέλω να επισημάνω τα ακόλουθα σημεία:

5.9.1. Ότι «αρμοδιότητες κοινωνικής υπηρεσίας» δεν ασκούνται μόνο από κοινωνικούς λειτουργούς αλλά επίσης από «ψυχιάτρους, ψυχολόγους επισκέπτες υγείας και άλλους επιστήμονες… » (Άρθρο 1).

5.9.2. Ότι όσοι θα ασκήσουν αρμοδιότητες κοινωνικής υπηρεσίες υπηρετούν σε υπηρεσίες που αναφέρονται ονομαστικά και που έχουν άμεση σύνδεση με το Κράτος. Είναι δε τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας, Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής, Νοσοκομεία ΕΣΥ, Πανεπιστημιακές κλινικές, ΠΙΚΠΑ, Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα», Διευθύνσεις Πρόνοιας και Υγείας των Νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. 

Υπάρχει μόνο μια, φαινομενική όμως, εξαίρεση. Είναι η αναφορά (εδάφιο ε του άρθρου 1) στις «λοιπές Μονάδες Ψυχικής Υγείας». Η διάταξη αυτή ερμηνεύτηκε ή μάλλον παρερμηνεύτηκε από κάποιους που υποστήριξαν ότι σ’ αυτές τις «λοιπές μονάδες» περιλαμβάνονται και μονάδες Ψυχικής Υγείας που ιδρύθηκαν και λειτουργούν από τις λεγόμενες μη κερδοσκοπικές Εταιρείες με βάση το Νόμο 2716 του 1999. Και ότι επομένως ότι το λειτούργημα του Δικαστικού Συμπαραστάτη ασθενούς που νοσηλεύεται στη «Μονάδα Ψυχικής Υγείας» μπορεί να ανατεθεί σε υπηρετούντα στη Μονάδα αυτή. Μια τέτοια ερμηνεία όμως είναι προφανώς λανθασμένη, αντίθετη στη προφανή βούληση του Νομοθέτη να διατηρήσει το Δημόσιο έλεγχο του θεσμού της Δικαστικής Συμπαράστασης. Και ιδού για ποιους λόγους: 

α) Οι εταιρείες που διοικούν τις εν λόγω Μονάδες Ψυχικής Υγείας ιδρύθηκαν και λειτουργούν με βάση το Νόμο 2716 του 1999. Ο Νόμος αυτός είχε ήδη εκδοθεί πέντε μήνες πριν από την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος, το οποίο εντούτοις πουθενά δεν τον επικαλείται, προφανώς επειδή η βούληση του Νομοθέτη είναι ότι η ανάθεση της δικαστικής συμπαράστασης πρέπει να περιβάλλεται από την εγγύηση του Δημοσίου.

β) Γιατί η διάταξη, παρακάμπτοντας ηθελημένα και θέλοντας να διασφαλίσει την εγγύηση του Δημοσίου, τον Νόμο 2716/1999 δεν παραπέμπει στον Νόμο αυτό, αλλά παραπέμπει «στις λοιπές Μονάδες Ψυχικής Υγείας που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 93 του ν. 2071/1992».

γ) Γιατί το εν λόγω άρθρο 93 στην παράγραφο με αριθμό 6, ρητά προβλέπει ότι «όλες οι υπόλοιπες Μονάδες Ψυχικής Υγείας υπάγονται στα Κέντρα ψυχικής υγείας, τους ψυχιατρικούς τομείς γενικών Νοσοκομείων, τις ψυχιατρικές πανεπιστημιακές κλινικές, τα ειδικά ψυχιατρικά Νοσοκομεία». Δηλαδή σε Μονάδες με αναμφισβήτητο το Δημόσιο χαρακτήρα τους και εξασφαλισμένη την εγγύηση του Δημοσίου κατά την εφαρμογή του Θεσμού της Δικαστικής Συμπαράστασης.

6. Σύμφωνα με το άρθρο 1668 του Νόμου για τη δικαστική συμπαράσταση: «Οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς, τα όργανα των αρμοδίων κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας οφείλουν να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Πολύ φοβάμαι ότι και η διάταξη αυτή παραγνωρίζεται σε μεγάλο βαθμό, και υπάρχουν πολλοί άρρωστοι που δεν έχουν τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση (με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε βάρος τους), ενώ η κατάσταση της υγείας τους επιβάλλει να έχουν την προστασία που ο Νόμος για τη Δικαστική Συμπαράσταση προβλέπει να έχουν.

Αυτές είναι οι βασικές παρατηρήσεις μου σχετικά με το θεσμό της Δικαστικής Συμπαράστασης και τα μείζονα προβλήματα της πρακτικής υλοποίησής του, 14 ολόκληρα χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού Νόμου.

Προσπάθησα να αναδείξω τα προβλήματα που υπάρχουν με σκοπό να βοηθήσω κάπως όσους έχουν τη δυνατότητα και την υποχρέωση να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν στην επίλυση τους.

Δίνοντας δε στη δημοσιότητα τις απόψεις μου θέλησα να γνωστοποιήσω σε όλους τους εμπλεκόμενους πότε, πως και γιατί είναι ενδεχόμενο, όταν αναλαμβάνουν κάποια πρωτοβουλία να παραβαίνουν το Νόμο. Όταν δε, αντιμετωπίζοντας σύγκρουση καθηκόντων, αναγκάζονται να το κάνουν, να παίρνουν τα μέτρα που πρέπει, ώστε, εάν και όταν κληθούν, να μπορούν να αποδείξουν ότι ενήργησαν προς όφελος του αρρώστου και μόνον. Και να μη ξεχνούν ότι, εξακολουθεί στη πατρίδα μας ακόμη, νόμος να είναι ό,τι γράφουν οι νόμοι, μέχρι να αλλάξουν, και όχι ό,τι κάθε φορά βολεύει ή συμφέρει τον καθένα μας ή συμφωνεί με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του. Και ότι για όσο καιρό ισχύουν οι διατάξεις στις οποίες αναφέρομαι (και εφ’ όσον η ερμηνεία που τους δίνω είναι ορθή) κανένα νομικό εφεύρημα δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τις παρανομίες, είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι .

Και τέλος, να μη παραβλέπουν ότι παραβαίνοντας το νόμο, αναλαμβάνουν και τον κίνδυνο να μη τα καταφέρουν να πείσουν για τις αγαθές τους προθέσεις αυτούς που ίσως κάποια στιγμή θα τους κρίνουν, και έτσι να βρεθούν σοβαρά έκθετοι.

Θέλησα δε τέλος να επισημάνω ότι δικαστικές αποφάσεις που παραβλέπουν προφανείς παρανομίες, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες επειδή, επιχειρώντας, με τρόπο πρόχειρο και χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες, να καλύψουν το νομικό κενό που πράγματι υπάρχει, επιλύουν μεν ίσως το πρόβλημα των εντίμων, αλλά ταυτόχρονα ανοίγουν διάπλατα το δρόμο για εκμετάλλευση αδύναμων και ανυπεράσπιστων αρρώστων από τους επιτήδειους.

Σας ευχαριστώ
Χάρης Βαρουχάκης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου