ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ Ή ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ;
Και εκεί που η Ψυχική Υγεία, οι ψυχιατρικές μονάδες, τα ψυχιατρεία,
μετά τον θάνατο από πυρκαγιά, τον περασμένο Σεπτέμβρη στο Δαφνί, τριών
μηχανικά καθηλωμένων ασθενών, είχαν απομακρυνθεί από το προσκήνιο της
επικαιρότητας - με τις πάγιες αντιφάσεις τους και τα αδιέξοδά τους να
κοχλάζουν, όπως πάντα, πίσω από τα τείχη και τις κλειδωμένες πόρτες -
ήλθε ο ΣΥΝΟΨΥΝΟ (Σύλλογος Νοσηλευτών Ψυχιατρικών Νοσοκομείων) με νέα
ανακοίνωσή του ξανά για τους «90 επικίνδυνους ασθενείς που έχουν
διαπράξει σοβαρά εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής και άλλες βαρύτατες
πράξεις και το προσωπικό του Νοσοκομείου βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο
ζωής», να φέρει ξανά το ζήτημα της (κατασκευασμένης) «επικινδυνότητας
του ψυχικά ασθενή» σε πρώτο πλάνο και να παίξει το συνήθη ρόλο του στη
διασπορά τρόμου. Βρίσκοντας, φυσικά, την αναμενόμενη υποδοχή και την
συνακόλουθη υπερπροβολή από το σύνολο των καθεστωτικών ΜΜΕ, πάντα
διψασμένων να «σορτάρουν» πάνω σε μια τρομολαγνεία που κάποιοι
«συνδικαλιστές» τους προσφέρουν σε έτοιμο πιάτο.
Για μιαν ακόμη
φορά, ο ΣΥΝΟΨΥΝΟ, ένας σύλλογος τυπικά συντεχνιακός, χωρίς ίχνος
κινηματικής δράσης, καλλιεργεί το στιγματιστικό στερεότυπο της
«επικινδυνότητας» στο πεδίο της ψυχικής υγείας, επικεντρώνοντας στους
νοσηλευόμενους με το άρθρο 69 ΠΚ. Αυτούς, δηλαδή, που, βάσει του
ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, έχουν κριθεί ως «ακαταλόγιστοι» λόγω της
ψυχικής τους διαταραχής και γι΄ αυτό διατάσσεται ο εγκλεισμός τους,
μέχρι την επιβεβαίωση της ανάρρωσής τους και της αποδοχής από το
δικαστήριο της εξάλειψης της «επικινδυνότητας» τους (νοούμενης,
αναγωγιστικά, ως ατομικής ιδιότητας και όχι στην κοινωνική/σχεσιακή της
διάσταση).
Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι οι περισσότεροι από αυτούς
τους «επικίνδυνους για την δημόσια ασφάλεια που έχουν διαπράξει
αξιόποινες πράξεις και δη ανθρωποκτονίες», παίρνουν εξιτήριο μετά από
μιαν άλλοτε άλλη περίοδο χρόνου.
Ότι τα εξιτήρια θα ήταν πολύ
περισσότερα αν δεν υπήρχε αυτός ο εγγενής συντηρητισμός του κυρίαρχου
δικαστικού και ψυχιατρικού θεσμού, με προπορευόμενο, εν προκειμένω, τον
δικαστικό, καθώς είναι επανειλημμένες οι απορρίψεις από την εκάστοτε
δικαστική έδρα των εκθέσεων/εισηγήσεων των θεραπόντων ψυχιάτρων για άρση
του άρθρου 69 και την χορήγηση εξιτηρίου.
Ότι οι ασθενείς του
άρθρου 69, πλην ελαχίστων, συγκριτικά, εξαιρέσεων, είναι οι πιο «ήσυχοι
ασθενείς», στα τμήματα όπου νοσηλεύονται.
Ότι τουλάχιστον 20 από
τους 90 «επικίνδυνους» του ΨΝΑ, διαμένουν σε εξωνοσοκομειακές
στεγαστικές δομές, μέσα στην κοινότητα, με θύρες επισήμως ανοικτές και
κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς να έχει αρθεί το άρθρο 69.
Ότι ο
θάνατος, τον περασμένο Σεπτέμβρη, των τριών ασθενών από πυρκαγιά, που
εν τέλει αποδόθηκε στον γνωστό «επικίνδυνο ασθενή», δεν οφειλόταν στη
φωτιά καθαυτή, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στο ψυχιατρείο (κάποιος να
βάλει σ΄ ένα τμήμα φωτιά), αλλά στο γεγονός ότι οι τρεις ασθενείς ήταν
μηχανικά καθηλωμένοι και ότι, επιπλέον, δεν υπήρξε ετοιμότητα παρέμβασης
για την διάσωσή τους.
Τα μέτρα που ζητάει ο ΣΥΝΟΨΥΝΟ είναι υπέρ
της περαιτέρω κατασταλτικής λειτουργίας του ψυχιατρείου, υπέρ των
ειδικών θαλάμων απομόνωσης και άλλων περιοριστικών μέτρων, επικαλούμενος
τον «διαρκή κίνδυνο για την ίδια τη ζωή του προσωπικού». Ενα
ψυχιατρείο, δηλαδή, ως φρούριο και ενσάρκωση της «επικινδυνότητας», με
ό,τι αυτό σημαίνει για την καταστολή που αναμένει, αλλά και για το
κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει, τον όποιο ψυχικά πάσχοντα καταφεύγει (ή
«τον καταφεύγουν») στις υπηρεσίες του.
Αλλά και η επαναφορά του
πάγιου αιτήματος της κυρίαρχης ψυχιατρικής και νοσηλευτικών συντεχνιών
που την υπηρετούν, για το άνοιγμα «δικαστικού ψυχιατρείου», ενός θεσμού
πλήρως αποτυχημένου διεθνώς.
Και όλα αυτά γιατί το ΨΝΑ δεν
ανανέωσε τη σύμβαση με εταιρεία φύλαξης η οποία διέθετε δυο
σεκιουριτάδες ανά βάρδια για την φύλαξη του συγκεκριμένου «επικίνδυνου
ασθενή», μέτρο που επιβλήθηκε μετά την πυρκαγιά του Σεπτέμβρη. Κανείς
δεν μιλάει για την έλλειψη του όποιου θεραπευτικού πλάνου για τον εν
λόγω ασθενή, όπως και για πολλούς άλλους (και όχι μόνο του άρθρου 69
ΠΚ), την αδυναμία/ανικανότητα ν΄ αναπτυχθεί μια θεραπευτική προσέγγιση
στην δυσκολία που τον διακρίνει. Κανείς δεν μιλάει για την έλλειψη της
στοιχειώδους εκπαίδευσης του προσωπικού των ψυχιατρείων και όλων των
ψυχιατρικών μονάδων στις διαδικασίες/τεχνικές «αποκλιμάκωσης», για το
πώς η ίδια η λειτουργία των μονάδων αυτών, η κουλτούρα και η πρακτική
που τις διέπει, παράγει και/ή επιδεινώνει την «επικινδυνότητα», ή
καλλίτερα, τις «επικίνδυνες καταστάσεις». Φυσικά, καταλυτικό ρόλο σε όλα
αυτά παίζει και η δραματική έλλειψη του προσωπικού, η αποψίλωση του ΨΝΑ
και όλων των μονάδων από νοσηλευτές/τριες, πρωτίστως, αλλά και από
ψυχιάτρους και από όλες τις άλλες ειδικότητες. Ωστόσο, ο κατασταλτικός
χαρακτήρας της κουλτούρας και των ασκούμενων πρακτικών προϋπήρχε της
έλλειψης προσωπικού - είναι στο DNA του κυρίαρχου ψυχιατρικού
παραδείγματος.
Ο ΣΥΝΟΨΥΝΟ, αν και αδρανής κινηματικά, δεν ήταν
καθόλου αδρανής στην με κάθε μέσο διεκδίκηση της ιατρικοποίησης του
ρόλου του νοσηλευτή, στη μετατροπή του σ΄ ένα φορέα επιστημονικοφανών,
περιγεγραμμένων, αυτοαναφορικών και αποστειρωμένων δεξιοτήτων απέναντι
στην αρρώστια ως αντικείμενο, αποκομμένο από το όλο της ύπαρξης του
ψυχικά πάσχοντα και με επιλογή των στιγμών της επαφής και της σχέσης μ΄
αυτόν, αφήνοντας τις «δύσκολες» στιγμές (ακριβώς αυτές που τον
πλημμυρίζουν και λόγω των οποίων φτάνει στο σημείο να νοσηλεύεται) στις
διαδικασίες καταστολής, στο δέσιμο, στην απομόνωση, στον σεκιουριτά.
Καταλαβαίνει κανείς πού οδηγεί αυτή η αφηρημένη, κατασκευασμένη και
συντεχνιακού χαρακτήρα αντίληψη για τον «καθημερινό κίνδυνο στη ζωή του
προσωπικού». Εδώ να προστεθεί η υποβάθμιση και η υπονόμευση του
θεραπευτικού (και πολύ συχνά αναντικατάστατου) ρόλου των άλλων βαθμίδων
νοσηλευτικού προσωπικού (ΔΕ, ΥΕ), ακριβώς επειδή από τον ως άνω στεγνό
και ιατρικοποιημένο ρόλο του νοσηλευτή υποβαθμίζεται/εξαλείφεται το
κομβικό στοιχείο της «σχέσης μεταξύ προσώπων» που είναι (ή, θα έπρεπε να
είναι) το θεμέλιο μιας θεραπευτικής σχέσης, πάνω στο οποίο, οι όποιες
δεξιότητες αποχτούν νόημα και περιεχόμενο.
Και φυσικά, ο
σεκιουριτάς δεν θα χρησιμοποιηθεί μόνο στον όποιο «επικίνδυνο ασθενή»
του άρθρου 69, αλλά και απέναντι στον όποιο νοσηλευόμενο αντιδρά στις
συνθήκες και στη νοσηλεία του καθεαυτή, στον ακούσιο και βίαιο χαρακτήρα
της, στις κατασταλτικές πρακτικές που ασκούνται ως ο κανόνας. Οι
«δύσκολες καταστάσεις» είναι πολύ πιο συχνές με αυτούς, τους
«καθημερινούς ασθενείς», παρά με τους ασθενείς του άρθρου 69.
Η
επικινδυνότητα συνίσταται ακριβώς σ΄ αυτές τις στάσεις, τις αντιλήψεις,
τις πρακτικές. Επικίνδυνοι δεν είναι οι ψυχικά πάσχοντες, επικίνδυνη
είναι η αντιμετώπισή τους από την κοινωνία και από το κυρίαρχο
ψυχιατρικό σύστημα. Επικίνδυνη είναι, όπως έχει λεχθεί, «η αναπαραγωγή
της επικινδυνότητας».
9/3/2016
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου