«Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο»
Αλμπέρ Καμί
«Είναι μια αίσθηση απόλυτου κενού, δεν έχει τίποτα νόημα, δεν
αξίζει τίποτα πια, δεν έχει σημασία κανείς. Βουλιάζεις, το ξέρεις ότι
βουλιάζεις, σε λίγο θα πνιγείς, κι αντί να σε τρομάξει αυτό, μπορεί και
να σε ανακουφίζει».
Η Ελένη (τα πραγματικά της στοιχεία στη διάθεση της εφημερίδας)
επιχειρεί να μεταφέρει με λέξεις το βίωμά της, αυτό που ο γιατρός της
έχει διαγνώσει ως κατάθλιψη.
Η Τζίνα το περιγράφει σαν «ατελείωτη, αφόρητη οδύνη».
Κι η Μυρτώ «σαν να έχεις γίνει ένα με το χώμα και να μη σου δίνει χαρά και κίνητρο τίποτα πια, ούτε καν η αγάπη από τα παιδιά σου».
Παραδόξως, γελάνε κι οι τρεις όταν τους αναφέρουμε πως είμαστε μάλλον
συντονισμένοι, αφού όλοι μάς λένε πως πάσχουμε από «εθνική κατάθλιψη».
Για τους ανθρώπους που παλεύουν με την κατάθλιψη, η ευκολία με την
οποία χρησιμοποιούμε όλοι οι υπόλοιποι τη φράση «είμαι σε κατάθλιψη»
μοιάζει με κακόγουστο αστείο ή με ύβρη.
Μας το λένε πολιτικοί, μας το λένε ειδικοί, τα αναπαράγουν δημοσιογράφοι.
Το ακούμε τόσο συχνά που τείνουμε να το πιστέψουμε: πάσχουμε από «εθνική κατάθλιψη».
Το ακούσαμε και την Πρωτοχρονιά μαζί με τις ευχές του Κυριάκου Μητσοτάκη.