Του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου
Τέσσερις λέξεις: «κομμουνιστές, δεν σας φοβόμαστε». Θα
ταίριαζε σε κάποια ταινία β΄ διαλογής, με τον Κώστα Πρέκα να
βροντοφωνάζει το σύνθημα σε ένα χιονισμένο τοπίο καθώς η κάμερα θα
ζούμαρε στο παραδόξως ιδρωμένο πρόσωπό του. Εχει σίγουρα ειπωθεί από
κάποιον που ίσως να μη ζει, από κάποιον που ανήκει τέσσερις γενιές πίσω,
στη γενιά των παππούδων και των γιαγιάδων μας, σε όσους έζησαν τον
Εμφύλιο και, ανεξαρτήτως παρατάξεως, μπορούν να καταλάβουν τη φόρτιση
των λέξεων και τη σημασία των πράξεων. Τι δουλειά, όμως, έχουν αυτές οι
τέσσερις λέξεις τον Μάρτιο του 2014;
Εμφανίστηκε στο πιο απρόβλεπτο περιβάλλον, σε αυτό του Τwitter,
γραμμένο από υπουργικά δάχτυλα που πατούσαν θριαμβευτικά την οθόνη ενός
smartphone. Τα έγραψε πριν από λίγες ημέρες ένας υπουργός της κυβέρνησης
μιας χώρας που προσπαθεί να πάει μπροστά, κοιτώντας μόνο πίσω.
Τα λόγια του προλόγου, αυτή η διχαστική εμφυλιοπολεμική κραυγή,
ανήκουν στον Αδωνι Γεωργιάδη. Προήλθαν ύστερα από μια νίκη που κατήγαγε
στο εξωτερικό, όταν ομάδα δυσαρεστημένων πολιτών, γιατρών και φοιτητών,
ξέχασαν τον βασικό όρο της διαλεκτικής: το ότι όποιος υψώσει πρώτος τη
φωνή του έχει χάσει μια διαμάχη.
Μαζεύτηκαν στην εκδήλωση στο Imperial College που πραγματοποιήθηκε
από φοιτητές οι οποίοι πρόσκεινται στη Νέα Δημοκρατία και τον
αντιμετώπισαν με οργή, φωνές και αγένεια. Ασφαλώς και έκαναν λάθος. Ο
Αδωνις ξέρει να χειρίζεται καλύτερα από τον καθένα ένα οργισμένο
ακροατήριο, έχει κάνει προπόνηση ετών πάνω στην τέχνη της φωνασκίας. Και
μετά την επικοινωνιακή του νίκη, βάλθηκε να μιλάει για εμφύλιο μέσα από
smartphones.
Η περίπτωση του Αδωνι Γεωργιάδη είναι χαρακτηριστική της ελληνικής
σύγχυσης των τελευταίων χρόνων. Είναι δραστήριος, είναι νευρικός, ξέρει
πότε να φωνάξει και πότε να πετάξει αριθμούς που δύσκολα ελέγχονται,
είναι από τους ανθρώπους που μοιάζουν να έχουν την ευελιξία η οποία
ανέκαθεν θεωρούνταν προσόν επιτυχίας. Αρκεί να ανατρέξει κανείς σε
παλαιότερες εκπομπές του στο ΥouΤube, σε παραληρήματα γεμάτα
συνωμοσιολογίες, επιθέσεις στον νυν ευεργέτη του πρωθυπουργό και
ορισμένες αμφιλεγόμενα ρατσιστικές και αντισημιτικές δηλώσεις που πλέον
έχουν εξαφανιστεί από τη δημόσια εικόνα του.
Εδώ και καιρό, είναι υπουργός Υγείας, σε ένα από τα πιο νευραλγικά
υπουργεία, σε μια από τις πιο κρίσιμες εποχές της ελληνικής Ιστορίας.
Και παρ' όλα αυτά, έχει όλον τον χρόνο του κόσμου για να φτιάξει το δικό
του προφίλ. Για την ακρίβεια, έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο από ό,τι
θα έπρεπε να έχει ένας υπουργός αφού προλαβαίνει να πλακώνεται με
κάποιον με το nickname «Κοπρίτης» στο Τwitter, εμφανίζεται καθημερινά σε
τέσσερα ή πέντε κανάλια, δίνει διαρκώς συνεντεύξεις, κάνει 20 tweets
την ημέρα από έναν λογαριασμό τον οποίο διαχειρίζεται ο ίδιος, όπως
φαίνεται από τη γραπτή ένταση που θυμίζει την εκφορά του λόγου του και
ορισμένα ορθογραφικά λαθάκια, δικαιολογημένα (;) από το πάθος της
διαλεκτικής.
Το αφήγημα που ο ίδιος προωθεί είναι πως «κάνει δουλειά». Δηλώνει
«μνημονιακός μέχρι τα μπούνια», προωθεί με πάθος μεταρρυθμίσεις λίγων
ημερών όπως το εισιτήριο εισαγωγής στα νοσοκομεία και με το ίδιο πάθος
υποστηρίζει την απόσυρσή τους, προχωρά σε αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις
όπως το πλαφόν στη συνταγογράφηση των φαρμάκων και οποιαδήποτε αντίρρηση
παρουσιαστεί στο έργο του την επιστρέφει με ανεβασμένα ντεσιμπέλ,
ιδεολογικές στοχοποιήσεις και εμφυλιοπολεμικό, νοσηρό, διχαστικό,
επικίνδυνο θόρυβο. Η τακτική αποδίδει: Ο θόρυβος κουράζει και τον
παρατηρητή και τον διαφωνούντα. Στο τέλος φαίνεται να κερδίζει. Στην
πραγματικότητα, είναι ο ιδανικός υπουργός. Οχι για το υπουργείο, αλλά
για τον ίδιο, την κυβέρνηση και όσους νοσταλγούν τον πόλεμο.
Για να είμαστε δίκαιοι, δεν το κάνει μόνο αυτός - απλώς είναι ο πιο
βιρτουόζος από τους υπόλοιπους. Οταν, για παράδειγμα, ο Μιλτιάδης
Βαρβιτσιώτης δέχθηκε επιστολή από τον Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
για την υπόθεση των πνιγμών στο Φαρμακονήσι, άρχισε να μιλάει για
αριστερή αποσταθεροποίηση. Οταν ο Πάνος Παναγιωτόπουλος δέχθηκε
αντιδράσεις για ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής, φώναξε για
ακροαριστερούς. Το αφήγημα είναι βολικό. Καλοί και κακοί. Αριστεροί και
δεξιοί. Η ασφάλεια της χωροφυλακής και η ανασφάλεια της επανάστασης. Σαν
να μην επιτρέπεται η διαφωνία, σαν η αντίρρηση να είναι προδοσία,
εξορία, πόλεμος, εμφύλιος.
Στους καιρούς της κρίσης, όλοι πρέπει να επανεφεύρουμε τον εαυτό
μας. Ο Αδωνις Γεωργιάδης μπορεί να μην αφήσει ιδιαίτερο έργο στο
υπουργείο Υγείας, αφού προτιμά να περνάει την ώρα του ταπεινώνοντας
γιατρούς, στοχοποιώντας αντιφρονούντες και φωνάζοντας «αν δεν σας
αρέσει, να φύγετε από τη χώρα». Μας έχει διδάξει, όμως, πως όλοι
μπορούμε να βρούμε έναν ρόλο για τον εαυτό μας, να πετύχουμε εκεί που
πριν από λίγα χρόνια θα φαινόταν απίθανο. Είναι ένα success story, σε
μια ιστορία αποτυχημένης λογικής. Είναι η εικόνα μιας χώρας
καταδικασμένης να ακούει τους υπουργούς που της αξίζουν να φωνάζουν στο
αφτί της.
Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Μαρτίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου