Ανδρέας
Βατσινάς
Ανακαλύψαμε
λοιπόν κι επίσημα μια καινούρια έννοια και «φαινόμενο». Το περιστατικό του
Βαγγέλη Γιακουμάκη συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση του ψυχολογικού λόγου του
‘bullying’
στην ελληνική κοινωνία ως τρόπου νοηματοδότησης μιας μεγάλης γκάμας ετερογενών
φαινομένων (από πειράγματα, κοροϊδίες και αστεία μέχρι συγκρούσεις, προσβολές,
διαφορετικές μορφές δομικής καταπίεσης, βασανιστήρια κλπ). Η πρωτοφανής διάδοση
της συγκεκριμένης ρητορικής δεν εντοπίζεται μόνο στο δημόσιο λόγο, σε εφημερίδες,
τηλεοπτικές εκπομπές και στην εγχώρια σοουμπίζ (όπου διάφοροι/ες celebrities θυμήθηκαν
ξαφνικά πως είναι ‘θύματα’), αλλά επίσης σε συγκεκριμένες αλλαγές στις κρατικές/θεσμικές
λογικές διακυβέρνησης. Όπως μας πληροφόρησε ο υπουργός παιδείας εξαγγέλλοντας σχολικές
εκπαιδευτικές δράσεις για την καταπολέμηση του «φαινομένου» «ο
Ευάγγελος Γιακουμάκης αποτελεί το πρώτο καταγεγραμμένο με θάνατο θύμα του
σχολικού εκφοβισμού», ενώ ο υπουργός δικαιοσύνης προώθησε δίχως
χρονοτριβή τις αντίστοιχες νομοθετικές
αλλαγές για την ποινικοποίηση του bullying.
Με
τον «πόλεμο κατά του bullying»
εφευρέθηκε άλλη μία έννοια κάτω από το παθολογικοποιητικό βάρος της οποίας συρρικνώνεται
ο πλούτος της αλληλόδρασης. Αν ψυχολογικές κατηγορίες όπως το ‘ΔΕΠΥ’ εξαφάνισαν
τα άτακτα παιδιά (πλέον είναι ΔΕΠΥ) και η διεύρυνση της κατάθλιψης εξαφάνισε
την απλή μελαγχολία ή στενοχώρια, τώρα το bullying εξαφανίζει κάθε έννοια
πειράγματος ή αστεϊσμού. Όλα είναι πλέον βία και όλοι κινδυνεύουμε να
κατηγορηθούμε…
Ο
λόγος του (αντι)bullying συνδέεται με μια νεοφιλελευθεροποίηση της κοινωνίας με
διάφορους τρόπους. Σε αυτό το κείμενο[1] θα δούμε πως συμβάλλει σε
μια διάχυτη ατμόσφαιρα ανασφάλειας, επικινδυνότητας και φόβου η οποία νομιμοποιεί διάφορες
μορφές ψυχολογικής (αυτο)αστυνόμευσης στο όνομα της ψυχολογικής «ασφάλειας»
Άγριες Ιστορίες
Ως
εργαλείο ανάλυσης θα χρησιμοποιήσω την αργεντινο-ισπανική ταινία ‘Άγριες Ιστορίες’[2] [Relatos Salvajes] σκηνοθεσίας Damián
Szifron (2014), η οποία αποτελείται από έξι ιστορίες ακραίων περιστατικών
‘βίας’ και εκδίκησης. Στην αρχή της ταινίας το όνομα κάθε πρωταγωνιστή/τριας
και των συντελεστών εμφανίζεται σε αντιστοιχία με κάποιο ζώο (αετός, καρχαρίας,
ελάφι, τίγρη, γορίλας, πρόβατο, ένας κροκόδειλος με κοφτερά σαγόνια). Παρατηρούμε
επίσης μια ομάδα ελεφάντων, γκνου σε έναν κόκκινο σαν αίμα ουρανό, ύαινες, μια
αρκούδα που βρυχάται, μια μοχθηρή κουκουβάγια, αρπακτικά γεράκια, λιοντάρια,
λύκους, το φονικό βλέμμα μιας αλεπούς, καθώς και διάφορα θηράματα (πρόβατο,
ελάφι, το ευάλωτο δέρμα μιας ζέβρας και μιας καμηλοπάρδαλης). Η εναλλαγή αυτών
των καρέ δημιουργεί την αίσθηση ενός ανελέητου πολέμου όλων εναντίον όλων,
φέρνει στο νου τη φράση πως «ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος».
Αρκετοί
σχολιαστές και κριτικοί θεώρησαν πως το Άγριες
Ιστορίες αποτελεί καθρέφτη μιας σύγχρονης κοινωνίας-ζούγκλας όπου διάφορες αγέλες
ισχυρών (σαρκοβόροι θηρευτές) επιβάλλονται στους αδύναμους (αθώα και ενάρετα
θηράματα), υποστηρίζοντας πως η άλογη και τυφλή βία, η φονική μανία και «τρέλα»
των χαρακτήρων –οι οποίοι, σύμφωνα με το σκηνοθέτη, «περνούν το λεπτό όριο που
διαχωρίζει τον πολιτισμό από τη βαρβαρότητα»– πηγάζει από κάποια ζωώδη ή
βαθύτερα ένστικτα της «ανθρώπινης φύσης». Παρομοίως, ο λόγος του bullying παρουσιάζει γενικόλογα
κάποιους ισχυρούς ως ‘θύτες/bullies’
και κάποιους αδύναμους ως ‘θύματα’, ενώ τα περισσότερα άρθρα και βιβλία
(ακαδημαϊκής και ποπ ψυχολογίας) για το «φαινόμενο» προσφέρουν συχνά την
απαραίτητη «επιστημονική» τεκμηρίωση στην άκριτη σύνδεση μιας αόριστης βίας και
επιθετικότητας με μια πρωτόγονη κατάσταση, χρησιμοποιώντας κάποια δαρβινική
θεωρία φυσικής επιλογής, κάποια κοινωνιοβιολογική θεωρία ή τις ψυχαναλυτικές
ιδέες του Freud
για την επιθετικότητα (π.χ. Τρίγκα-Μερτίκα, 2011· Rigby, 2008). Χαρακτηριστικές είναι επίσης
οι κριτικές περί μιας σάπιας κοινωνίας-αγέλης που ακούστηκαν στο περιστατικό
του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Σε
αντίθεση όμως με αυτές τις θεωρήσεις, η ατμόσφαιρα βίας, αγριάδας και φόβου που
απ’ τη μια καταγγέλλει και απ’ την άλλη αισθητικοποιεί τόσο η ταινία όσο και ο λόγος
του (αντι)bullying
–η ιδέα πως ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο όπου δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε
και να βασιζόμαστε σε κανένα εκτός από τον εαυτό μας– δεν προέρχεται από κάποια
«ζωώδη ανθρώπινη φύση» ή «κατώτερα ένστικτα» ούτε οφείλεται σε μια κοινωνική κατάντια,
ανωριμότητα ή ατομική ψυχοπαθολογία. Αντίθετα, αντανακλά και αναπαράγει μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη, μια θυμική
αίσθηση που χαρακτηρίζει τον νεοφιλελεύθερο –ανταγωνιστικό και ανθρωποφαγικό–
τρόπο οργάνωσης της κουλτούρας και του κοινωνικού. Ο λόγος του (αντι)bullying
αντί να «ανακαλύπτει» απλώς αυτή τη διάχυτη ατμόσφαιρα ανασφάλειας,
ανταγωνισμού και επικινδυνότητας –με τη μορφή μιας εκτός ελέγχου
‘βίας/εκφοβισμού’ (που δεν υπήρχε ανέκαθεν ούτε είναι φυσική, όπως υποστηρίζουν
αρκετοί/ες)– συμβάλλει ενεργά στη
συγκρότησή της.
******** Προσοχή, spoiler! ********
Η
πρώτη ιστορία της ταινίας μπορεί να μας βοηθήσει να εμβαθύνουμε στη σχέση
μεταξύ του λόγου του (αντι)bullying και της θυμικής οικονομίας που προϋποθέτει μια
«ώριμη» νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Η ιστορία αυτή αφορά μια αεροπορική πτήση, οι
επιβάτες της οποίας ανακαλύπτουν έκπληκτοι –μέσω μιας σειράς συμπτώσεων– πως
έχουν κάτι κοινό. Όλοι τους τυχαίνει να γνωρίζουν τον ίδιο άνθρωπο (τον Gabriel Pasternak), τον οποίο περιγράφουν
χρησιμοποιώντας μια πολιτισμική αφήγηση ‘ψυχολογικά προβληματικού’ ή/και ‘θύματος
bullying’·
απροσάρμοστος στο σχολικό, ακαδημαϊκό, εργασιακό πλαίσιο και ερωτικά
αποτυχημένος. Η πρώην δασκάλα του κι ένας μουσικοκριτικός θεωρούν πως «πρέπει
να είχε πρόβλημα», ένας παλιός συμμαθητής του αναφέρει πως «τον τυραννούσαμε
στο σχολείο», το πρώην αφεντικό του εξηγεί πως τον απέλυσε επειδή «δεν τα
πήγαινε καλά με τους πελάτες», ενώ η πρώην ερωμένη του σχολιάζει πως τον
απάτησε με τον καλύτερό του φίλο (ο οποίος καθόλου τυχαία ταξιδεύει με την ίδια
πτήση!). Αυτό που δε γνωρίζουν –και συνειδητοποιούν με φρίκη– είναι πως πιλότος
αυτής της προσχεδιασμένης πτήσης είναι ο Gabriel που σκοπεύει να αυτοκτονήσει/τους
εκδικηθεί, ρίχνοντας εσκεμμένα το αεροπλάνο πάνω στο σπίτι των γονιών του.[3]
Γιατί
συνέβη αυτό; Μήπως επειδή ο Gabriel
ήταν «προβληματικό παιδί», επειδή τον τυραννούσαν στο σχολείο, επειδή
τσαλακώθηκε η αυτοεκτίμησή του απ’ τον μουσικοκριτικό, επειδή τον απέλυσαν,
επειδή τον απέρριψαν ερωτικά; Ο Λούμπιτς της πτήσης της Germanwings έπασχε
από κατάθλιψη; Μπας και είχε «ψυχολογικά»; Ο Βαγγέλης αυτοκτόνησε ή
δολοφονήθηκε; Αν αυτοκτόνησε, αυτό οφείλεται στο ότι ήταν από τη «φύση» του συνεσταλμένο
και ψυχικά ευάλωτο παιδί ή στα επίκτητα ψυχολογικά τραύματα που του προκάλεσε
το ‘bullying’;
Φταίνε οι γονείς, οι αδιάφοροι εκπαιδευτικοί, οι θύτες, η ανώριμη κοινωνία; Γιατί;
Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι; Ποια
είναι η αλήθεια;
Ποιος
μας μιλάει εδώ; Ποιος μας καλεί να «διαβάσουμε» τον ψυχισμό των άλλων και να διαγνώσουμε
τα ψυχολογικά προβλήματα τους; Σε αυτή την υβριδική φωνή συναντιούνται τρείς
«ειδικοί» –θεσμικοί εκπρόσωποι του Νόμου,
της Ψ-Επιστήμης και του Θεάματος– που κατασκευάζουν εκείνο που μας παρουσιάζεται ως «γεγονός». Μέσα
απ’ αυτή μας μιλά ένας δικηγόρος-δικαστής-ντετέκτιβ-αστυνόμος
που βλέπει τα νομικά-εγκληματολογικά του εργαλεία ως ανεπαρκή· ένας ψυχολόγος-ψυχίατρος που συμπληρώνει τον
πρώτο, διατυπώνοντας ψυχολογικές ερμηνείες, διαγνώσεις και υποθέσεις· ένας
χυδαίος δημοσιογράφος-τηλεπαρουσιαστής
που μετατρέπει διάφορα περιστατικά σε σοκαριστικό αλλά διασκεδαστικό θέαμα. Στο
Άγριες Ιστορίες, αυτές οι λειτουργίες
(νομική, ψυχολογική, θεαματική) είναι εκ των προτέρων ενσωματωμένες στην κινηματογραφική
αφηγηματική ματιά.
(Αντι)bullying,
αυτοκαταστροφικότητα και μνησικακία
Αν
και ο λόγος του (αντι)bullying συνδέεται στενά με παλαιότερες πολιτισμικές
αφηγήσεις θυματοποίησης, παρουσιάζει ορισμένες διαφορές με αυτές. Τόσο στα
πολύμορφα κινήματα της δεκαετίας του 60 και 70 όσο και στις αφηγήσεις
θυματοποίησης που διαμορφώθηκαν από τη δεκαετία του 70 και μετά, οι διάφορες
μορφές ‘βίας’ και προσωπικής ‘οδύνης’ ήταν συνυφασμένες με συλλογικές και
πολιτικές ιστορίες δομικής καταπίεσης (μεταξύ άλλων, το Ολοκαύτωμα, ο θεσμικός
και ευρύτερος φυλετικός ρατσισμός στις ΗΠΑ, η πατριαρχική καταπίεση και βία
ενάντια σε γυναίκες και παιδιά, η εξουσιαστική λειτουργία της ψυχιατρικής, η
καταπίεση από την πυρηνική οικογένεια, η συστημική βία εναντίον ΛΟΑΤ ατόμων, η
αμερικάνικη επέμβαση στο Βιετνάμ). Αντίθετα, ο λόγος του (αντι)bullying παρόλο
που συχνά αναφέρει κάποιους κατ’ επίφαση «κοινωνικούς» και «οικογενειακούς»
παράγοντες –οδηγώντας σε καθόλου εποικοδομητικές αλληλοκατηγορίες τις θεσμικές
αρχές, τα σχολεία και τους γονείς– εξατομικεύει πλήρως τις σχέσεις εξουσίας,
παρουσιάζοντάς τις ως βίαιες παθολογικές συμπεριφορές κάποιων ‘θυτών’ που
τραυματίζουν ψυχολογικά συγκεκριμένα ‘θύματα’. Οι διάφορες προσεγγίσεις και
δράσεις «καταπολέμησης του bullying»
βασίζονται σε και ενισχύουν αυτή την εξατομίκευση και ψυχοπαθολογικοποίηση.
Επιστρέφοντας
όμως στην ιστορία της ταινίας, αυτό που παρατηρούμε δεν είναι μόνο ότι η
αποτυχία κάποιου να ανταποκριθεί στα σύγχρονα πρότυπα κοινωνικότητας και
επαγγελματικής επίδοσης ψυχο(παθο)λογικοποιείται και εξατομικεύεται μέσω της πολιτισμικής
φιγούρας του ‘αιωνίως loser’,
του ‘ψυχολογικά προβληματικού’ ή του ‘θύματος bullying’. Βλέπουμε, επίσης, πως
ο λόγος του (αντι)bullying συχνά οδηγεί αυτούς/ες που κατασκευάζει ως ‘θύματα’
σε μια δυναμική αυτοκαταστροφικότητας
ή/και μνησικακίας. Απ’ τη μία, η πολύ προβληματική ατομική θυματοποίηση/ηρωοποίηση
που προωθεί –η οποία θυματοποιεί ορισμένα άτομα ως ευάλωτα, ψυχικά
τραυματισμένα και ελλειμματικά, αλλά επίσης τα εκθειάζει ως δυνατά/ενδυναμωμένα
και αυτοκαθοριζόμενα άτομα– συνδέεται με μια αυτομομφή και αυτοπαθολογικοποίηση. Από την άλλη, η εξατομίκευση του
φταιξίματος, η απόδοση της ευθύνης σε εκείνους που κατονομάζονται ως ‘θύτες’, παράγει
ένα αίσθημα εκδικητικής μνησικακίας
απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους.[4]
Αυτή η διπλή δυναμική φαίνεται στα λόγια του πρώην ψυχίατρου του Gabriel, καθώς προσπαθεί να αποτρέψει το σχέδιο αυτοκτονίας/εκδίκησης του τελευταίου:
Αυτή η διπλή δυναμική φαίνεται στα λόγια του πρώην ψυχίατρου του Gabriel, καθώς προσπαθεί να αποτρέψει το σχέδιο αυτοκτονίας/εκδίκησης του τελευταίου:
“Gabriel,
είσαι μέσα; Απάντησέ μου, σε παρακαλώ! […] Gabriel, άκουσέ με. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου για τίποτα.
Εσύ είσαι το θύμα αυτής της
κατάστασης. Αυτοί που σου κατέστρεψαν τη ζωή
ήταν οι γονείς σου. […] Αυτοί ευθύνονται που υποφέρεις. Όλοι εμείς εδώ δε
φταίμε σε τίποτα.”
Η
κριτική στην αυτομομφή του θύματος και
η μετάθεση της υπαιτιότητας/φταιξίματος
από τους δαιμονοποιημένους ‘επιβάτες-θύτες’ στους γονείς, μπορούν να ερμηνευτούν
ως αποτυχημένες προσπάθειες εξουδετέρωσης της αυτοκαταστροφικότητας και της μνησικακίας
που παράγει ο λόγος του (αντι)bullying.
Όμως, παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του ψυχίατρου, ο Gabriel δεν
απαντά· για τη λογική του (αντι)bullying
παραμένει μια δυσνόητη και μη αναγνωρίσιμη φιγούρα. Δεν είναι το «καλό»
προβλέψιμο θύμα που μέσω της «ηθικής» θεραπευτικής ομιλίας εξελίσσεται σε ηρωικό
και ενδυναμωμένο άτομο. Για τον Gabriel, κόλαση είναι οι άλλοι. Η εκκωφαντική
σιωπή του σηματοδοτεί ένα πέρασμα από το γνώριμο θύμα-ήρωα σε έναν επικίνδυνο αυτόχειρα
και δολοφόνο-τιμωρό, οδηγώντας σε διάφορα περιστατικά νεοφιλελεύθερης
ανθρωποφαγίας που τροφοδοτούν τις προβλέψεις και τις προσδοκίες του
συμπλέγματος Νόμου/Ψ-Επιστήμης/Θεάματος.
Ωστόσο, η αυτοκαταστροφικότητα ή/και η εκδικητική μνησικακία δεν παρουσιάζεται ως ένα –πιθανό– αποτέλεσμα του ίδιου του λόγου του (αντι)bullying, ο οποίος ελαχιστοποιεί τα όρια της ευαλωτότητας (το τι θεωρείται «ψυχικά τραυματικό») και δημιουργεί έναν εύθραυστο και (αν)ασφαλή ψυχισμό που καταδιώκεται από κινδύνους, κατηγορώντας διάφορους μοχθηρούς εχθρούς για το ότι βλάπτουν με απρόβλεπτες συνέπειες τη ‘ψυχική υγεία’ του.[5] Αντίθετα, ο λόγος του (αντι)bullying –που είναι ήδη ενσωματωμένος στην κινηματογραφική αφήγηση και άρα περνάει απαρατήρητος– εξηγεί λανθασμένα τις παραπάνω τάσεις ως επιπτώσεις του ‘bullying’.
Ωστόσο, η αυτοκαταστροφικότητα ή/και η εκδικητική μνησικακία δεν παρουσιάζεται ως ένα –πιθανό– αποτέλεσμα του ίδιου του λόγου του (αντι)bullying, ο οποίος ελαχιστοποιεί τα όρια της ευαλωτότητας (το τι θεωρείται «ψυχικά τραυματικό») και δημιουργεί έναν εύθραυστο και (αν)ασφαλή ψυχισμό που καταδιώκεται από κινδύνους, κατηγορώντας διάφορους μοχθηρούς εχθρούς για το ότι βλάπτουν με απρόβλεπτες συνέπειες τη ‘ψυχική υγεία’ του.[5] Αντίθετα, ο λόγος του (αντι)bullying –που είναι ήδη ενσωματωμένος στην κινηματογραφική αφήγηση και άρα περνάει απαρατήρητος– εξηγεί λανθασμένα τις παραπάνω τάσεις ως επιπτώσεις του ‘bullying’.
Κι
έτσι αρχίζει ένας νέος κύκλος ψυχοπολιτικών αισθημάτων φόβου και ‘θεαματικής (αν)ασφάλειας’
(Rimke, 2010)…
Το (αντι)bullying ως μηχανισμός ασφάλειας/ανασφάλειας
Μια
διάχυτη ανησυχία ξεπροβάλλει σε αυτή την –ήδη ψυχολογικοποιημένη– ιστορία και
στα ερωτήματα που έμμεσα διατυπώνει: Ποιες είναι οι πιθανές επιπτώσεις του ‘bullying’; Μέχρι που μπορεί να οδηγήσει
το ‘bullying’
ένα ‘θύμα’; Στην αυτοκτονία, στην εκδικητική δολοφονία; Είναι τα ‘θύματα bullying’
επικίνδυνα;
Αυτοί οι φόβοι θυμίζουν τις παλαιότερες (στη δυτική κουλτούρα) αντιλήψεις περί ‘δαιμονικής κατοχής’, καθώς παρουσιάζουν το ‘bullying’ σαν μια μυστηριώδη, μεταφυσική οντότητα που κυριεύει τα ‘θύματα’ και καθοδηγεί τις πράξεις τους με απρόβλεπτες και τρομακτικές συνέπειες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη θρησκευτική φιγούρα του ‘δαιμονισμένου’, η θέση ‘θύματος bullying’ συνδέεται με τους λόγους επικινδυνότητας του ‘ψυχικά ασθενή’ και του ‘ψυχολογικά προβληματικού’.
Αν –όπως μας λένε– το ‘bullying’ βρίσκεται παντού και αφήνει ψυχικά τραύματα σε κοινά, καθημερινά άτομα, τότε «όλοι» είμαστε δυνητικά ‘θύτες’ ή/και ‘θύματα’. Αυτός ο «εκδημοκρατισμός» της ευαλωτότητας και της επικινδυνότητας συνοψίζεται εξαιρετικά και στον υπότιτλο του Άγριες Ιστορίες: «Ο καθένας μας μπορεί να χάσει τον έλεγχο». Η επικινδυνότητα αυτή υποτίθεται πως πηγάζει από την ψυχολογική ουσία του ατόμου και δεν αφορά μόνο το τι έχει κάνει κάποιος, αλλά επίσης το τι μπορεί να κάνει δυνητικά στο μέλλον.
Στις «ώριμες» νεοφιλελεύθερες κοινωνίες καλλιεργείται συστηματικά ένας διάχυτος φόβος για το κοινό/δημόσιο και μια κινδυνολογία για την απαλλοτρίωση του σώματος-ιδιοκτησίας –που θεωρείται ως «μέσα»– από το επικίνδυνο «έξω» (π.χ. φόβος ληστείας ή δολοφονικής επίθεσης, κίνδυνος μόλυνσης από διάφορες θανατηφόρες, καρκινογόνες ουσίες που διεισδύουν στο σώμα μέσω της τροφής ή της επαφής με το περιβάλλον). Σε αντιστοιχία με τη φωνή στο μετρό που μας δασκαλεύει να «προσέχουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα», ο λόγος του (αντι)bullying μας ζητά πλέον να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή σαν ατομική ιδιοκτησία την οποία έχουμε δικαίωμα/υποχρέωση να προστατεύουμε.
Στη βάση αυτής της ιδιοκτησιακής αντίληψης για τον ψυχισμό διαμορφώνονται καχύποπτα, (αν)ασφαλή υποκείμενα που διατρέχουν ένα συνεχή κίνδυνο ψυχολογικής απαλλοτρίωσης και οφείλουν να αστυνομεύουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Ως εγκιβωτισμένα και ευάλωτα υποκείμενα καλούμαστε να βιώσουμε την επαφή με τους άλλους ανθρώπους ως μια δυνητική απειλή και να οδηγηθούμε σε μια κατάσταση περιχαράκωσης όπου δεν πρέπει να ανεχόμαστε τίποτα από τους άλλους αλλά ούτε κι εκείνοι από εμάς· καταλήγουμε λοιπόν να βαφτίζουμε με την ταμπέλα του ‘bullying’ κάθε διαφωνία και περίπτωση που μας αντιμετωπίζουν με τρόπο που δεν μας αρέσει ή/και μας κάνουν να νιώθουμε άβολα. Τα υποκείμενα της λογικής του (αντι)bullying χρειάζονται διαρκώς μια ψυχολογική-αστυνομική εξουσία η οποία οφείλει να προστατεύει και να περιφρουρεί τον εύθραυστο ψυχισμό τους, αναπτύσσοντας μηχανισμούς ποινικοποίησης, επιτήρησης, πρόληψης και λεκτικής υγιεινής που θα αποτρέπουν τις παραβιάσεις της «κανονικής» ψυχολογικής τάξης.
Ωστόσο, τόσο η ποινικοποιητική νομοθεσία όσο και οι διάφορες εκστρατείες καταπολέμησης του ‘bullying’ χαρακτηρίζονται από μια έντονη αντίφαση –που διαπερνά τη λέξη ‘αντι-bullying’. Αυτές οι προσπάθειες και δράσεις, παρά τις καλές προθέσεις των εκφραστών τους, (θα) είναι αποτυχημένες όχι μόνο επειδή δεν θα καταφέρνουν να «μειώσουν» τον φανταστικό ανεμόμυλο ‘bullying’ που καταδιώκουν –κάτι που παραδέχονται πλέον αρκετές έρευνες στο εξωτερικό. Το πρόβλημα με το λόγο και τις πρακτικές του (αντι)bullying είναι πως αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου μηχανισμού ασφάλειας/ανασφάλειας, τον οποίο δεν κατανοούν. Η αντίφαση τους βρίσκεται στο ότι ενώ καλλιεργούν μια (ψευδή και ανέφικτη) υπόσχεση «ασφάλειας» μέσω μιας δήθεν αναπόφευκτης ψυχολογικής (αυτο)αστυνόμευσης, την ίδια στιγμή προϋποθέτουν κι ενισχύουν τα ψυχοπολιτικά αισθήματα ανασφάλειας (επικινδυνότητα, φόβο, καχυποψία, ευαλωτότητα) που ισχυρίζονται πως καταπολεμούν.
Το να πάμε λοιπόν «ενάντια και πέρα απ’ τη ρητορική του (αντι)bullying» σημαίνει επίσης πως χρειάζεται να κινηθούμε ενάντια και πέρα απ’ τους κοινωνικοπολιτικούς μηχανισμούς (αν)ασφάλειας που λειτουργούν στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ψυχοπολιτικής.
Αυτοί οι φόβοι θυμίζουν τις παλαιότερες (στη δυτική κουλτούρα) αντιλήψεις περί ‘δαιμονικής κατοχής’, καθώς παρουσιάζουν το ‘bullying’ σαν μια μυστηριώδη, μεταφυσική οντότητα που κυριεύει τα ‘θύματα’ και καθοδηγεί τις πράξεις τους με απρόβλεπτες και τρομακτικές συνέπειες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη θρησκευτική φιγούρα του ‘δαιμονισμένου’, η θέση ‘θύματος bullying’ συνδέεται με τους λόγους επικινδυνότητας του ‘ψυχικά ασθενή’ και του ‘ψυχολογικά προβληματικού’.
Αν –όπως μας λένε– το ‘bullying’ βρίσκεται παντού και αφήνει ψυχικά τραύματα σε κοινά, καθημερινά άτομα, τότε «όλοι» είμαστε δυνητικά ‘θύτες’ ή/και ‘θύματα’. Αυτός ο «εκδημοκρατισμός» της ευαλωτότητας και της επικινδυνότητας συνοψίζεται εξαιρετικά και στον υπότιτλο του Άγριες Ιστορίες: «Ο καθένας μας μπορεί να χάσει τον έλεγχο». Η επικινδυνότητα αυτή υποτίθεται πως πηγάζει από την ψυχολογική ουσία του ατόμου και δεν αφορά μόνο το τι έχει κάνει κάποιος, αλλά επίσης το τι μπορεί να κάνει δυνητικά στο μέλλον.
Στις «ώριμες» νεοφιλελεύθερες κοινωνίες καλλιεργείται συστηματικά ένας διάχυτος φόβος για το κοινό/δημόσιο και μια κινδυνολογία για την απαλλοτρίωση του σώματος-ιδιοκτησίας –που θεωρείται ως «μέσα»– από το επικίνδυνο «έξω» (π.χ. φόβος ληστείας ή δολοφονικής επίθεσης, κίνδυνος μόλυνσης από διάφορες θανατηφόρες, καρκινογόνες ουσίες που διεισδύουν στο σώμα μέσω της τροφής ή της επαφής με το περιβάλλον). Σε αντιστοιχία με τη φωνή στο μετρό που μας δασκαλεύει να «προσέχουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα», ο λόγος του (αντι)bullying μας ζητά πλέον να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή σαν ατομική ιδιοκτησία την οποία έχουμε δικαίωμα/υποχρέωση να προστατεύουμε.
Στη βάση αυτής της ιδιοκτησιακής αντίληψης για τον ψυχισμό διαμορφώνονται καχύποπτα, (αν)ασφαλή υποκείμενα που διατρέχουν ένα συνεχή κίνδυνο ψυχολογικής απαλλοτρίωσης και οφείλουν να αστυνομεύουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Ως εγκιβωτισμένα και ευάλωτα υποκείμενα καλούμαστε να βιώσουμε την επαφή με τους άλλους ανθρώπους ως μια δυνητική απειλή και να οδηγηθούμε σε μια κατάσταση περιχαράκωσης όπου δεν πρέπει να ανεχόμαστε τίποτα από τους άλλους αλλά ούτε κι εκείνοι από εμάς· καταλήγουμε λοιπόν να βαφτίζουμε με την ταμπέλα του ‘bullying’ κάθε διαφωνία και περίπτωση που μας αντιμετωπίζουν με τρόπο που δεν μας αρέσει ή/και μας κάνουν να νιώθουμε άβολα. Τα υποκείμενα της λογικής του (αντι)bullying χρειάζονται διαρκώς μια ψυχολογική-αστυνομική εξουσία η οποία οφείλει να προστατεύει και να περιφρουρεί τον εύθραυστο ψυχισμό τους, αναπτύσσοντας μηχανισμούς ποινικοποίησης, επιτήρησης, πρόληψης και λεκτικής υγιεινής που θα αποτρέπουν τις παραβιάσεις της «κανονικής» ψυχολογικής τάξης.
Ωστόσο, τόσο η ποινικοποιητική νομοθεσία όσο και οι διάφορες εκστρατείες καταπολέμησης του ‘bullying’ χαρακτηρίζονται από μια έντονη αντίφαση –που διαπερνά τη λέξη ‘αντι-bullying’. Αυτές οι προσπάθειες και δράσεις, παρά τις καλές προθέσεις των εκφραστών τους, (θα) είναι αποτυχημένες όχι μόνο επειδή δεν θα καταφέρνουν να «μειώσουν» τον φανταστικό ανεμόμυλο ‘bullying’ που καταδιώκουν –κάτι που παραδέχονται πλέον αρκετές έρευνες στο εξωτερικό. Το πρόβλημα με το λόγο και τις πρακτικές του (αντι)bullying είναι πως αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου μηχανισμού ασφάλειας/ανασφάλειας, τον οποίο δεν κατανοούν. Η αντίφαση τους βρίσκεται στο ότι ενώ καλλιεργούν μια (ψευδή και ανέφικτη) υπόσχεση «ασφάλειας» μέσω μιας δήθεν αναπόφευκτης ψυχολογικής (αυτο)αστυνόμευσης, την ίδια στιγμή προϋποθέτουν κι ενισχύουν τα ψυχοπολιτικά αισθήματα ανασφάλειας (επικινδυνότητα, φόβο, καχυποψία, ευαλωτότητα) που ισχυρίζονται πως καταπολεμούν.
Το να πάμε λοιπόν «ενάντια και πέρα απ’ τη ρητορική του (αντι)bullying» σημαίνει επίσης πως χρειάζεται να κινηθούμε ενάντια και πέρα απ’ τους κοινωνικοπολιτικούς μηχανισμούς (αν)ασφάλειας που λειτουργούν στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ψυχοπολιτικής.
Βιβλιογραφία
Rigby,
Κ. (2008). Σχολικός Εκφοβισμός: Σύγχρονες
Απόψεις. Αθήνα: Τόπος.
Rimke,
H. (2010). Beheading aboard a Greyhound bus: Security politics, bloodlust
justice, and the mass consumption of criminalized cannibalism. The
Annual Review of Interdisciplinary Justice Research, 1, 172-192.
Szifron,
D. (director) (2014). Relatos
Salvajes. [Film] Argentina, Spain: Kramer
& Sigman Films, El Deseo
Τρίγκα-Μερτίκα,
Ε. (2011). Σχολική Βία. Bullying. Σχολικός εκφοβισμός,
θυματοποίηση, ο ρόλος οικογένειας-σχολείου: Επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών. Αθήνα: Γρηγόρη.
[1] Συνέχεια του
πρώτου μέρους, http://criticalpsy-net.blogspot.gr/2015/03/bullying_4.html
[2] Στα ελληνικά
μεταφράστηκε ως ‘Ιστορίες για αγρίους’.
[3] Αυτή η
ψυχολογικοποιημένη ιστορία θυμίζει έντονα το πρόσφατο αεροπορικό δυστύχημα στις
Άλπεις και το πόσο εύκολα και γρήγορα επικράτησαν διάφορα –βολικότατα για την
εταιρία– ψυχολογικά σενάρια που απέδιδαν το ατύχημα στην υποτιθέμενη κατάθλιψη
ή στα «ψυχολογικά» του πιλότου, με τα κανάλια της τρομολαγνείας να ωρύονται για
το πως επιτράπηκε σε έναν «τρελό» ή/και «καταθλιπτικό» να πιλοτάρει το
αεροπλάνο.
[4] Στην υπόθεση
Γιακουμάκη, αυτό φάνηκε κατά τη δημόσια διαπόμπευση των φερόμενων ως ‘θυτών-βασανιστών’,
τη διακίνηση των φωτογραφιών τους και τις απειλές κατά της ζωής τους στο
διαδίκτυο. Αυτή η εκδικητική μνησικακία όχι μόνο δεν ήταν «bullying»· αντίθετα, ήταν φυσικό επακόλουθο της
λογικής του (αντι)bullying.
[5] Οι έννοιες του
‘ψυχικού τραύματος’ ή της ‘κάκωσης/βλάβης της ψυχικής υγείας’ σηκώνουν μεγάλη
συζήτηση, αυτό όμως δεν προβληματίζει και πολύ τις κυρίαρχες προσεγγίσεις,
καμπάνιες και νομοθεσίες (αντι)bullying.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου