Η πρώτη εικόνα στο απέραντο σε
έκταση ΨΝΑ Δαφνί σε μέρα εφημερίας είναι οι ισχυρές αστυνομικές
δυνάμεις που σε κάνουν να πιστεύεις ότι έχεις κάνει λάθος, ότι δεν
βρίσκεσαι σε νοσοκομείο ή ότι εκείνες εκ παραδρομής είναι εδώ.
Τα περιπολικά αυτοκίνητα και βανάκια στοιχισμένα έξω από τα εξωτερικά ιατρεία. Αστυνομικοί παντού.
Μέσα στον χώρο των ιατρείων ανακατεμένοι 7-8 αστυνομικοί με συγγενείς, ασθενείς και γιατρούς.
Επτά στους δέκα ασθενείς έχουν προσαχθεί στο νοσοκομείο ακουσίως
(κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας), μας λέει η γραμματεία. Μεσοσταθμικά
οι ακούσιες νοσηλείες στο ΨΝΑ είναι πάνω από τις μισές (56%)!
Βγαίνουμε από τον χώρο των εξωτερικών ιατρείων κι ανηφορίζουμε προς
τα τμήματα οξέων περιστατικών. Κλειδωμένες οι πόρτες και των δύο που
επισκεφτήκαμε.
Μέσα τους άνθρωποι παρατημένοι, σε καταστολή, είτε από τα πολλά φάρμακα είτε από τους ιμάντες. Κάποιος μας ζητάει τσιγάρο.
«Γιατί είναι δεμένος;» ρωτάμε τον νοσηλευτή για τον πρώτο ασθενή που αντικρίζουμε ακινητοποιημένο στο κρεβάτι του.
«Τρώει τις πάνες του» μας απαντάει, «δεν γίνεται αλλιώς». Ο ασθενής
με σύνδρομο Down, όπως μας ενημερώνει ο νοσηλευτής είναι «εξαιρετικά
διεγερτικός».
«Ηρεμος είναι», παρατηρούμε. «Τώρα ναι, έχει έρθει η φίλη του γι’ αυτό. Πάντα όταν έρχεται η φίλη του ηρεμεί».
Το κουτί
Φεύγουμε από τα οξέα περιστατικά και κατευθυνόμαστε στα τμήματα
χρονίων περιστατικών, το 7ο και το Προκάτ (και τα δύο είναι κοντέινερ).
Ακούγονται φωνές.
Πίσω από δύο διπλοκλειδωμένες πόρτες στο προκατασκευασμένο κουτί, 19 ψυχές, γυμνές, δεμένες, εξευτελισμένες, μόνες...
Οπως τις είχαμε αφήσει προ διετίας που είχαμε επισκεφτεί ξανά το
Δαφνί. Μας άνοιξε η κλειδοκράτορας βάρδιας, μια εντυπωσιακά μεγαλόσωμη
νοσηλεύτρια.
Ο χώρος διημέρευσης, ένα δωμάτιο αναμονής νοσοκομείου όλο κι όλο.
Σκοτεινός, αφού το φως της μέρας κρύβεται από τις βρόμικες μπεζ
κουρτίνες. Και η μυρωδιά της απλυσιάς και του κάτουρου κατακλύζει τον
χώρο.
Με κρυμμένο πρόσωπο
Σε διπλανές θέσεις δύο άντρες. Ο ένας κάθεται με τα πόδια μαζεμένα
στο στήθος και κοιτά κάτω. Ο δεύτερος ξαπλωμένος, δεμένος με ιμάντες,
κρύβει το πρόσωπό του με τα χέρια του.
Απέναντι ένας άνδρας που έχει αγκαλιά ένα μωρό-κούκλα καθισμένος σε μια καρέκλα.
«Οταν το καταστρέψει, του φέρνουν άλλο οι συγγενείς του. Το κρατά
αγκαλιά μέχρι να ξεχαρβαλώσει κι αυτό», μας λέει η νοσηλεύτρια.
«Γιατί είναι δεμένοι;» τη ρωτάμε. «Δεν γίνεται αλλιώς. Αν τους
αφήσουμε θα τρέχουν στις τουαλέτες να τρώνε τα κόπρανά τους, άλλοι θα
σκίζουν τα σεντόνια και θα τρώνε τα ρούχα τους».
Οι κραυγές τώρα ακούγονται πιο δυνατά. Ερχονται από την άκρη του διαδρόμου.
«Ποιος φωνάζει;» ρωτάμε και ξεκινάμε να περπατάμε προς το μέρος του.
Οι φωνές πίσω από την κλειστή πόρτα ενός άνδρα, γυμνού, καθηλωμένου στο κρεβάτι του.
«Είναι από παιδί εδώ, ξεκίνησε από το Νταού Πεντέλης ή από το ΠΙΚΠΑ, ποιος ξέρει» μας λέει η νοσηλεύτρια.
Και στη συνέχεια πετάχτηκε εδώ. Γαλουχήθηκε από το σύστημα στο δέσιμο
και την καταστολή κι ακόμα ζητάει βοήθεια, σκεφτόμαστε δυνατά.
«Εξαντλούνται όλες οι υπόλοιπες θεραπευτικές λύσεις πριν δεθούν οι
ασθενείς;», ρωτάμε. «Ναι, η γιατρός έρχεται καθημερινά και δίνει τις
εντολές».
Στο ξεχωριστό -μέσα στον χώρο- δωμάτιο των νοσηλευτών υπάρχει μια
πόρτα με ένα καγκελόφραχτο παραθυράκι που βλέπει σε ένα δωμάτιο γεμάτο
με σημαίες και πόστερ του Ολυμπιακού.
Εκεί ζει ένας μεγαλόσωμος άνδρας, ο ακαταλόγιστος ασθενής Δ., ο
οποίος αντί ποινής για το έγκλημά του βρίσκεται στο ΨΝΑ ως ψυχικά
ασθενής σε μόνιμη απομόνωση.
Στο ΨΝΑ όμως ζουν κι άλλοι ποινικοί, 69αρηδες τους λένε, από το άρθρο του Ποινικού Κώδικα.
«Γιατί είναι σε κλουβί;». «Δεν τον πλησιάζει κανείς, γιατί είναι
βίαιος», μας εξηγούν. Τον παρακολουθούν μόνο από το ειδικό παράθυρο.
Η τηλεόραση
Ο Δ. ζητά μια νέα τηλεόραση. «Είναι η δεύτερη που σπάει», μας λένε.
«Γιατί δεν είσαι ήρεμος;» τον ρωτούν. «Οταν είναι το προσωπικό ήρεμο,
είμαι κι εγώ. Μου φωνάζουν συνέχεια», απαντάει. «Θέλω να μιλήσω με τους
γονείς μου. Ανοίξτε μου τη γραμμή. Γιατί δεν μου την ανοίγετε;».
«Θέλω να με πάτε σε άλλο νοσοκομείο», λέει λίγο αργότερα. Φεύγουμε.
Απ’ έξω το κοντέινερ είναι καγκελόφραχτο. Ο Δ. βγαίνει στο μπαλκόνι
του, ανοίγει το πανί που έχει για να μην τον χτυπά ο ήλιος. Συνεχίζει να
μας μιλάει.
Στο Προκάτ, όπως και επίσημα μας ενημερώνει η ταμπέλα ότι ονομάζεται
ένα από τα τμήματα χρονίων περιστατικών του νοσοκομείου, κάποιοι
ασθενείς μόλις μας βλέπουν κατευθύνονται προς το μέρος μας για να μας
μιλήσουν.
Αλλοι είναι παραδομένοι στις άβολες πλαστικές καρέκλες του χώρου διημέρευσης.
«Καλήμερα, τι κάνεις; Πώς σε λένε;». Τους απαντάμε.
Η ανάγκη για επικοινωνία μεγάλη. Είναι σαφές ότι δεν τους μιλούν όσο έχουν ανάγκη. Το φαγητό, μας είπαν πολλοί, είναι χάλια.
Ενας άνδρας γύρω στα 50 μας ρωτά αν θέλουμε να ακούσουμε ένα δικό του ποίημα. Τρέχουν σάλια από το στόμα του.
«Εκτωρ, χιλιάδες πέρασαν τα χρόνια από τον χαμό σου.... Εκτωρ πού
τρέχει η ψυχή σου, σε ποιες χαράδρες χάνεται; Πού είναι η Ανδρομάχη σου,
πού είναι το παιδί σου».
Πολύ ωραίο, λέμε. «Δεν θα σας πω άλλο για να μη σας κουράσω», μας απαντάει.
Στη νοηματική
Εχουν μαζευτεί 5- 6 νοσηλευόμενοι. Μαζί και ο Ανδρέας. «Τι γράφεις;»,
ρωτάει δείχνοντας το σημειωματάριο που κρατάμε. «Κρατάω σημειώσεις, με
ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω», απαντάμε.
Του μεταφράζει ο νοσηλευτής στη νοηματική. Ο Ανδρέας είναι κωφάλαλος.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» τον ρωτάμε. «Ετσι κι έτσι», λέει. «Τι θα
άλλαζες;» Τότε, παίρνει τον νοσηλευτή από το χέρι και τον πηγαίνει προς
την έξοδο…
Η μόνη λέξη που έρχεται στον νου για να περιγράψει την κατάσταση και
την πρακτική που αντικρίσαμε στο ΨΝΑ, με αποκορύφωμα το 7ο είναι
βαρβαρότητα.
Γιατί η καθήλωση (δέσιμο) μόνο ως βαρβαρότητα μπορεί να χαρακτηριστεί. Το ίδιο και η χωρίς φειδώ χορήγηση φαρμάκων.
Πόσο μάλλον όταν εφαρμόζονται σε έναν χώρο που υποτίθεται ότι λειτουργεί στο πλαίσιο της «αποασυλοποίησης».
Η Λέρος είναι ακόμα εδώ, γιατί είναι νοοτροπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου