4.06.2016

Κατερίνα Μάτσα: Κοινωνικός αποκλεισμός και τοξικομανία - Όψεις της βιοπολιτικής της εξουσίας


Κοινωνία και Ψυχική Υγεία, Οκτώβριος 2006
Κοινωνικός αποκλεισμός και τοξικομανία: Όψεις της βιοπολιτικής της εξουσίας

Κατερίνα Μάτσα* 
Στη μεταβατική εποχή μας, εποχή «των θλιμμένων παθών»,1 όπως  θα έλεγε ο Σπινόζα, η κοινωνική κρίση γίνεται ο ορίζοντας μιας ζωής, που σφραγίζεται από το αίσθημα γενικευμένης ανασφάλειας, αβεβαιότητας, προσωρινότητας, απειλής μιας επικείμενης καταστροφής. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του κινδύνου και του τρόμου και της απαξίωσης των παραδοσιακών μορφών συλλογικότητας αναπτύσσονται οι δυναμικές της εξατομίκευσης, θρυμματίζοντας τους κοινωνικούς δεσμούς ανάμεσα σε πρόσωπα και καταδικάζοντας τα άτομα να διάγουν το βίο τους στο ρόλο βασικά του θεατή και όχι του ενεργοποιημένου υποκειμένου, μέσα στη  μοναξιά, στερημένα από αληθινές σχέσεις επικοινωνίας, συμπόνιας, ανθρωπιάς, όπου ακόμα και αυτή η αγάπη βρίσκεται σε κατάσταση «ρευστότητας». Η ίδια η κοινωνικότητα περιορίζεται ασφυκτικά στο επιφανειακό πεδίο των κάθε τύπου συναλλαγών που αφορούν βασικά την «κατανάλωση»,ξένη σε κάθε μορφή πνευματικής ζωής.
Η τηλεοπτική εικόνα εισβάλοντας βία στην δημόσια αλλά και στην προσωπική ζωή των ανθρώπων δανείζει για λίγο το χρώμα της στην καθημερινότητα τους χωρίς όμως να την κάνει πιο ευχάριστη. Γιατί φορτωμένη καθώς είναι από προβλήματα, σε σύγκριση με την εικονική πραγματικότητα που τους βομβαρδίζει, φαντάζει στα μάτια τους ακόμα πιο μουντή, πιο ανούσια, πιο μίζερη. Και επιπλέον τους κλείνει ακόμα πιο ερμητικά στο κέλυφός της εξατομίκευσης και της μοναξιάς, ανίκανους και απρόθυμους να ενταχθούν σε οποιασδήποτε μορφής συλλογικότητα, θεωρώντας ότι ο καθένας ξεχωριστά, ως άτομο, μπορεί να την υποκαταστήσει.
Αυτές οι ατομικές και εξατομικευμένες στάσεις και συμπεριφορές, που οδηγούν τον κοινωνικό ιστό σε πλήρη απεξάρθρωση, διαμορφώνονται μέσα σε όρους βαθειάς κρίσης. Μιας κρίσης που αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα, στα πλαίσια της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, που υπαγορεύεται άμεσα από τις ανάγκες και την ιδεολογία του καπιταλισμού.  Η κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, η μαζική ανεργία μέσα από τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, οι «ελαστικές» μορφές εργασιακών σχέσεων, η εμπορευματοποίηση της υγείας, το τρομακτικό άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς αποτελούν τις ορατές συνέπειες αυτής της πολιτικής στη ζωή των ανθρώπων.
Το κράτος οργανώνει τους μηχανισμούς του για να ελέγχει τη ζωή των ατόμων, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα εξουσιών, όπου όλοι πρέπει να ρυθμίζουν τη στάση τους με βάση το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού ότι είναι «ατομικοί επιχειρηματίες» στην επιχείρηση της ζωής τους. Η «ελευθερία διαχείρισης » της ζωής τους γίνεται το εργαλείο της κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας πάνω τους.2 Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κράτος ενισχύει διαρκώς την πολιτική εξουσία του, με κατασταλτικούς μηχανισμούς και τρομονόμους, μετατοπίζοντας παράλληλα στα ίδια τα άτομα τις δικές του ευθύνες και υποχρεώσεις για την προάσπιση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία , παιδεία κ. α ) και των ελευθεριών τους.
«Η καταστολή αντικαθιστά τη συμπόνια. Τα πραγματικά ζητήματα παραβλέποντας προς όφελος μιας πολιτικής που ταυτίζεται με την πειθαρχία, τον περιορισμό, τον έλεγχο».3
Μέσα σ’ αυτούς τους όρους εντείνονται οι κοινωνικές ανισότητες, αυξάνεται κατά γεωμετρική πρόοδο ο αριθμός των φτωχών και των απόκληρων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ωθούνται στο κοινωνικό περιθώριο και στην περιθωριακότητα.
Η περιθωριακότητα ιστορικά
Η περιθωριακότητα είναι μια δυναμική κατάσταση που αναπτύσσεται σε κάθε ιστορική εποχή. Ο άνθρωπος του περιθωρίου, λέει ο R. Castel 4 αντιπροσωπεύει εκ των πραγμάτων το αρνητικό της κοινωνικής νόρμας, είναι η σφραγίδα της από την ανάποδη. Η διαδικασία της περιθωριοποίησης είναι στην ουσία της μια διαδικασία αναζήτησης ταυτότητας μέσα από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων και αξιών.
Σε κάθε ιστορική εποχή στο περιθώριο της κοινωνίας ωθούνταν οι «παρεκκλίνοντες», οι «διαφωνούντες» , οι κάθε τύπου «διαφορετικοί». Ο Φουκώ διακρίνεται για την πνευματώδη και προκλητική καταγραφή των «αποκλίσεων», των αποξενώσεων και των τρομακτικών περιθωριοποιήσεων του παρελθόντος, θέτοντας τον «Άλλο» στο πεδίο ισχύος των σκοτεινών κέντρων εξουσίας που επέβαλαν την αλλοτρίωση και απαιτούσαν την εκδίωξη και την έξωση προκειμένου να ορίσουν και να βιώσουν την εξουσία τους ως « ιδιοκτητών».5
Κάθε ιστορική εποχή αναπτύσσει τους δικούς της τρόπους αντιμετώπισης της  «ετερότητας», της διαφορετικότητας, που αλληλοσυνδέεται με τον υλικό κόσμο της παραγωγής και της ανταλλαγής των αγαθών, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.
Ο «Άλλος», ο «ξένος» , ο «διαφορετικός», αντιμετωπίζονταν πάντα από την κυρίαρχη εξουσία ως εν δυνάμει απειλή για το σύστημα και κατά συνέπεια ως εγκληματίας, ως τέρας, ως μίασμα που η θέση του ήταν εξ ορισμού στο περιθώριο.
Μέσα στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας στο κοινωνικό περιθώριο βρέθηκαν κατά καιρούς οι μάγισσες, οι ταχυδακτυλουργοί, οι πόρνες, οι αλήτες, οι Εβραίοι, οι ανάπηροι, οι τρελοί και άλλοι.
«Η δημιουργία της περιθωριακότητας δεν επιβαλλόταν μόνο έξωθεν, αλλά συγκροτούνταν επίσης έσωθεν, υποκειμενικά ,μια διαδικασία που αποκαλύπτεται στην τρομερή απόγνωση της κραυγής του Μουνχ»6. Μ’ αυτή την έννοια η περιθωριακότητα αντιστοιχεί τόσο σε μια ταυτότητα και την αντίστοιχη συνείδησή της, όσο και σ’ ένα χώρο , έξω από την κοινωνία και τους νόμους της.
Η ίδια η κοινότητα, έξω από την οποία οργάνωναν  οι περιθωριακοί τη ζωή τους, έτρεφε συνήθως αμφιθυμικά συναισθήματα απέναντί τους. Τους φοβόταν και τους θαύμαζε ταυτόχρονα. Συχνά εσωτερίκευε και ενσωμάτωνε στην καθημερινή της ζωή τις -«παρεκκλίνουσες» για τους κρατούντες- συμπεριφορές τους. 
Περιθωριοποίηση και κοινωνικός αποκλεισμός
Η δυναμική της περιθωριοποίησης μπορεί να οδηγήσει στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Το status του κοινωνικά αποκλεισμένου ορίζεται πάντα από την κυρίαρχη εξουσία.
«Αν οι κυρίαρχοι δημιουργούν περιθωριακούς και χρησιμοποιούν τους φόβους τους και τις κοινωνικές τους αναπαραστάσεις για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους,  οι αποκλεισμένοι αποκτούν πραγματικά αυτή την ιδιότητα μόνο με τον ορισμό που τους δίνει η εξουσία και η κατασταλτική δράση της απέναντί τους»7. Και αυτή η κατασταλτική δράση πήρε διάφορες μορφές ανά τους αιώνες, επίσημα θεσμοθετημένες και τελετουργικά εφαρμοσμένες- θανάτωση, γκετοποίηση, εξορία, καταναγκαστική εργασία, επιβολή στέρησης δικαιωμάτων κ.ά. Για παράδειγμα, η αποβολή των αποκλεισμένων από την κοινότητα, όπως γίνονταν στη Μεσαιωνική Δύση λειτουργούσε ως καταναγκασμός, αφού μέσω των πραγματικών και συμβολικών μέτρων που περιελάμβανε (απαγόρευση ταφής, απώλεια δικαιώματος ιδιοκτησίας, απαγόρευση ασύλου) οδηγούσε τον καταδικασμένο στην απομόνωση του από τον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Στη Χριστιανική παράδοση αντίστοιχα ο αποκλεισμός απέβλεπε στην πρόληψη από το μίασμα, που αντιπροσώπευε ο αποκλεισμένος. Περιορίζοντας τις μετακινήσεις και τη δυνατότητα εγκατάστασης του μέσα στην κοινότητα, προστατεύονταν οι πιστοί, μέσα από την ανάδειξη  με τελετουργικό τρόπο της διαφοράς . 
Κοινωνικός αποκλεισμός, νεωτερικότητα και βιοεξουσία
«Ο αποκλεισμός δεν είναι ούτε αυθαίρετος, ούτε τυχαίος. Προκύπτει από μία δημόσια διακηρυγμένη τάξη πραγμάτων, στηρίζεται σε κρίσεις και περνά από διαδικασίες, των οποίων η νομιμότητα είναι βεβαιωμένη και αναγνωρισμένη».9
Με βάση την ανάλυση του R. Castel  ο αποκλεισμός είναι η ορατή πλευρά ενός φαινομένου που χαρακτηρίζεικεντρικά τις μοντέρνες δυτικές κοινωνίες.
Είναι αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “ο θρυμματισμός (effritement )  της μισθωτής κοινωνίας ”10
Τρεις είναι οι νόμιμες χρήσεις του αποκλεισμού :
1.                 Πλήρης περιχαράκωση του αποκλεισμένου από την κοινότητα, εκδίωξη και εξόντωση του
2.                 Περιχαράκωση σε κλειστούς χώρους, αποκλεισμός από την κοινότητα, όπως είναι το γκέτο.
3.                 Επιλογή ενός ειδικού καθεστώτος, που σου επιτρέπει να συνυπάρχεις με τους άλλους αλλά σε μια θέση παράμερα.
«Οι εκσυγχρονιστικές διαδικασίες, όπως η επιβολή της τάξης και η οικονομική ανάπτυξη που επιβλήθηκαν στις αναπτυγμένες αλλά και στις καθυστερημένες χώρες από τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος στη σημερινή φάση της ύστερης παγκοσμιοποίησης έχουν δημιουργήσει ολόκληρες στρατιές πληθυσμών (πολιτικοί πρόσφυγες, οικονομικοί μετανάστες, άστεγοι, άνεργοι και άλλοι «παρίες») που θεωρούνται «ανθρώπινα απορρίμματα». 11
Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί καταδικάζονται να ζουν ως «παρείσακτοι», εκτός τόπου παντού, (στα γκέτο των προσφύγων για παράδειγμα) είτε «εντός» των σύγχρονων κοινωνιών, όταν είναι πρακτικά αδύνατος ο εδαφικός αποκλεισμός τους.
Όμως αυτό το «εντός» της κοινωνίας στην πράξη ανάγεται στην περιχαράκωση τους στις παρυφές της (όπως τα γκέτο των μαύρων της Αμερικής ή τα υποβαθμισμένα προάστια του γαλλικού Παρισιού) και άλλοτε στον εγκλεισμό τους στη φυλακή. Ο πληθυσμός των φυλακισμένων αυξάνεται διαρκώς σε όλες τις χώρες του κόσμου με πρώτη βέβαια την Αμερική, που επιδίδεται με ζήλο στην οικοδόμηση (από ιδιωτικές εταιρείες) όλο και πιο μεγάλων, όλο και πιο εφιαλτικών κτιριακών συγκροτημάτων φυλακών.
Άλλοτε, πάλι, αυτό το «εντός» της κοινωνίας ανάγεται στη διαβίωση, μέσα στην κοινότητα αλλά υπό ειδικό καθεστώς, το καθεστώς του αποκλεισμένου.12
Ο αποκλεισμός του σ’ αυτή την περίπτωση, ισοδυναμεί με τη μη-συμμετοχή του σε μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, με τη μη-άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, με τη μη-ένταξή του στη διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής των όρων της ζωής του. Πρόκειται για ένα καθεστώς στερήσεων, διακρίσεων και προκαταλήψεων που περνά, μέσα από όλους τους πόρους της κοινωνίας το μήνυμα στον αποκλεισμένο (τοξικομανή, αλκοολικό, φορέα του aids, ψυχασθενή κ.α) ότι είναι ανεπιθύμητος από το κοινωνικό σύνολο γιατί είναι επικίνδυνος.
Όσο το κράτος πρόνοιας δίνει τη θέση του στο κράτος – φρούριο, που προστατεύει, μέσω της καταστολής, τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των εθνικών υπηρετών τους, τόσο τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζονται από την άρχουσα τάξη και την ιδεολογία της υπό το πρίσμα της «επικινδυνότητας» των πληθυσμών που βρίσκονται στο περιθώριο, των ξένων που θεωρούνται πια παρείσακτοι, των «τρελλών», των τοξικομανών, των αλκοολικών, των «παρεκλινόντων» κάθε τύπου. Αυτή η «εγκληματοποίηση» του περιθωριοποιημένου πληθυσμού, που οδηγεί στην αναβίωση ακόμη και των επιστημονικά ξεπερασμένων πια σήμερα θεωριών, λομπροζιανής αναφοράς, για τον «γεννημένο εγκληματία»13 και τροφοδοτεί ρατσιστικά αντανακλαστικά, αποβλέπει βασικά στην εξάλειψη των «επικίνδυνων πληθυσμών» στο όνομα πάντα της προστασίας των υπολοίπων. Στην πραγματικότητα αυτή η «προστασία» από ορατούς και αόρατους κινδύνους ανάγεται όπως ανέλυσε ο Μ. Φουκώ στην επιβολή ενός καθεστώτος απολύτου ελέγχου της ανθρώπινης πολλαπλότητας, κάθε πτυχής της ζωής.
Ο έλεγχος ασκείται μέσα από την ανάπτυξη τεχνικών και μέτρων (που εκτείνονται από την αστυνόμευση και την καταστολή μέχρι την βιολογικοποίηση κοινωνικών φαινομένων και συμπεριφορών) που αποβλέπουν στην με κάθε θυσία προσαρμογή όλων μέσα στα όρια που απαιτεί η κοινωνικά αποδεκτή νόρμα.  
Η μετάβαση από την «κοινωνία της πειθαρχίας» στη σημερινή «κοινωνία του ελέγχου» συνοδεύεται από την ανάπτυξη και την τελειοποίηση της βιοεξουσίας που εφευρίσκει νέους διαρκώς τρόπους για να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της με βάση τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα. Η βιοπολιτική περιλαμβάνει ένα σύνολο διαδικασιών που έχουν να κάνουν με τη ζωή. Ασκείται από τους κρατούντες στο όνομα της ζωής. Αποβλέπει στον έλεγχο της ζωής του πληθυσμού. Διαμορφώνει τους κώδικες και τα όρια της ενσωμάτωσης και του αποκλεισμού διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, όπως αυτά υπαγορεύονται από τις ανάγκες της συσσώρευσης του κεφαλαίου.14
Έτσι διαμορφώνεται η κοινωνία της ομαλοποίησης (normalization) και της τυποποίησης (standardisation)  όπου διασταυρώνονται , η νόρμα της πειθαρχίας και η νόρμα της ρύθμισης, νόρμες που διαμορφώνονται με ταξικά κριτήρια για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιοεξουσίας, κατά τον  Μ  Foucault.15
Όσο αναπτύσσεται αυτή η διαδικασία της τυποποίησης  ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου του πληθυσμού, τόσο περισσότερα άτομα , τίθενται εκ των πραγμάτων «εκτός νόρμας» και οδηγούνται στην απόταξη και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Απ’ αυτήν την άποψη η σημερινή καπιταλιστική κοινωνία μέσα στην κρίση της, λειτουργεί ως μηχανή αποκλεισμού. 
Κοινωνικός αποκλεισμός και Ελλάδα
Το τέλος της περιόδου της άνθησης, η οικονομική κρίση , η μαζική ανεργία και η φτώχεια που σφράγισαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα έδωσαν μεγάλες διαστάσεις στο φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη, υποχρεώνοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να ασχοληθεί μ’ αυτό.
Το 1989 η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού έγινε αντικείμενο απόφασης του Συμβουλίου και των υπουργών κοινοτικών υποθέσεων αλλά και της σχετικής δήλωσης των επικεφαλής κρατών ή κυβερνήσεων που υιοθέτησαν τον κοινωνικό χάρτη.16 Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε επίσημο κοινοτικό κείμενο ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός». Το φαινόμενο θεωρήθηκε ως απόρροια των πολιτικών οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης της περιόδου της ύφεσης. Συνδέθηκε με την ανεργία, τις ελαστικές μορφές εργασίας, τους χαμηλούς μισθούς, την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, τις μαζικές μεταναστεύσεις, την κρίση της σύγχρονης οικογένειας. Πάντως, σε κανένα από τα θεωρητικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρξαν αναλύσεις που να αποδίδουν το φαινόμενο στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Η ασάφεια του όρου απέβλεπε στη συσκότιση των ταξικών ανισοτήτων που βρίσκονται στην αφετηρία του, ενώ η ευθύνη του κοινωνικού αποκλεισμού αποδιδόταν κυρίως στο άτομο και την αδυναμία του να προσαρμοσθεί στα δεδομένα της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Από τότε μέχρι σήμερα ο όρος έχει αλλάξει περιεχόμενο και χρήση.17
           Ο αγώνας ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό απέβλεπε όχι απλά στην ένταξη αλλά στην ενσωμάτωση του ατόμου, στην κοινωνία. «Ο κοινωνικός αποκλεισμός συνιστά μια δυναμική διαδικασία αποκοπής απ’ όλα τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά συστήματα, που καθορίζουν την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινωνία»18.
Είναι γενικά αποδεκτή η ανάλυση του γνωστού κοινωνιολόγου Serge Paugam,19 με βάση την οποία  η διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού κινείται σε 3 άξονες :
Ο πρώτος αφορά τις κοινωνικές ανισότητες και συνδέεται με την ανεργία, τη φτώχεια, την έλλειψη στέγης, τη σχολική αποτυχία και τη σχολική διαρροή.
Ο δεύτερος αφορά την απώλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (κοινωνικών, πολιτικών και ατομικών) και ο τρίτος αφορά τη ρήξη των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών.
Σ’ αυτή τη βάση έγινε δεκτό ότι «ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί εκείνη ακριβώς τη διαδικασία που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα συσσώρευσης πολλών κοινωνικών μειονεκτημάτων ή αρνητικών καταστάσεων (φτώχειας, ασθένειας, ρήξης κοινωνικού δεσμού κ.λ.π.). Αυτή η συσσώρευση, με τη σειρά της, προκαλεί και προκαλείται από την αδυναμία άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων που εκφράζουν και προστατεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».17
Στην Ελλάδα ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσημα στη δεκαετία του ’90, όταν δημιουργήθηκε και το Εθνικό Παρατηρητήριο Καταπολέμησης του Αποκλεισμού που έστειλε (το 1990) στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο και την πρώτη Ελληνική έκθεση για το θέμα.
Σ’ εκείνη την έκθεση γινόταν η διαπίστωση ότι κοινό χαρακτηριστικό των αποκλεισμένων είναι η ισχνή σχέση τους με τους κύριους κοινωνικούς μηχανισμούς που παράγουν ή διανέμουν πόρους, την αγορά εργασίας, την οικογένεια ή άλλα διαπροσωπικά δίκτυα και το κράτος.16
Στα πλαίσια των πολιτικών επιδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Πράσινη και Λευκή Βίβλος) η Ελλάδα ανέλαβε και υλοποίησε προγράμματα καταπολέμησης του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας και ένταξης σ’ αυτή ευπαθών κοινωνικών ομάδων (Φτώχεια 3, Horizon, Now). Στο πρόγραμμα, μάλιστα, «Φτώχεια 3» (1989-1994) εντάχθηκε και το πρόγραμμα της Καλλιθέας για την κοινωνική ένταξη πρώην χρηστών  ναρκωτικών ουσιών.20
Από τις έρευνες που έγιναν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα διαπιστώθηκε πρώτον ότι οι κοινωνικά ευπαθείς ομάδες δεν είναι κατ’ ανάγκη και κοινωνικά αποκλεισμένες και δεύτερον, ότι στην Ελληνική κοινωνία ως κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες εμφανίζονται οι παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες όπως είναι οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες17, ακριβώς επειδή σ’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες έχουν διαρραγεί οι κοινωνικοί δεσμοί.
Μια από τις βασικές πηγές, που τροφοδοτούν τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι χωρίς αμφιβολία η ανεργία, ιδιαίτερα η μακροχρόνια.
Η Ελλάδα εμφανίζει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας μετά την Ιταλία. Όμως και η επισφαλής και περιθωριακή απασχόληση μπορεί να τροφοδοτεί τον κοινωνικό αποκλεισμό εξίσου με τα μακρά διαστήματα ολικής απουσίας απασχόλησης.21
Σ’ ότι αφορά τη φτώχεια, με την οποία συνδέεται – χωρίς βεβαίως να ταυτίζεται- το φαινόμενο, η Ελλάδα22 κατέχει μαζί με την Πορτογαλία τις δύο πρώτες θέσεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μεγαλύτερη φτώχεια λόγω και των πολύ χαμηλών κοινωνικών παροχών στους φτωχούς (πολύ χαμηλά και για μικρό χρονικό διάστημα επιδόματα  ανεργίας , πολύ χαμηλές παροχές στις πολύτεκνες οικογένειες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες κ. ά)
Έτσι, αν δεχτούμε τον ορισμό του κοινωνικού αποκλεισμού ως χρόνια σωρευτική μειονεξία και όχι ως κατάσταση διάρρηξης του κοινωνικού δεσμού, η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την έκταση του φαινόμενου του κοινωνικού αποκλεισμού που αγκαλιάζει το 15% του Ελληνικού πληθυσμού.21
Επιπλέον η Ελλάδα έχει δεχτεί στο τέλος του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, μεγάλο αριθμό οικονομικών μεταναστών (από την Αλβανία, τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τις αραβικές χώρες, αλλά και την Ινδική υποήπειρο) αλλά και πολιτικών προσφύγων, που βρίσκονται στις παρυφές της ελληνικής κοινωνίας (στο γκρίζο καθεστώς μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας ) μόνιμη δεξαμενή κοινωνικά αποκλεισμένων ατόμων.
Σ’ αυτή τη δεξαμενή βρίσκονται και οι τοξικομανείς, που ο αριθμός τους έχει αυξηθεί τρομακτικά τα τελευταία χρόνια. Η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών νόμιμων και παράνομων, του τύπου της πολυτοξικομανίας, από άτομα όλο και πιο νέας ηλικίας σε μεγάλες συνήθως ποσότητες στην εποχή μας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια «στρατηγική προσαρμογής», μια «στρατηγική επιβίωσης» μέσα σε συνθήκες γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης.


Τοξικομανία και κοινωνικός αποκλεισμός
Παίρνοντας το δρόμο της φυγής διαμέσου των ουσιών ο τοξικομανής «επιλέγει» ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Η επιλογή, όμως , αυτή δεν αποτελεί μια ελεύθερη επιλογή, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν όσοι κάνουν αφαίρεση του κοινωνικού χαρακτήρα του προβλήματος. Η επιλογή των ουσιών από τον έφηβο γίνεται σε κάποια στιγμή κορύφωσης του προσωπικού του αδιεξόδου , που καθιστά αφόρητη γι αυτόν την πραγματικότητα που ζει. Υπαγορεύεται από όλους εκείνους τους λόγους, ατομικούς και κοινωνικούς, που γίνονται πηγή μιας τεράστιας δυσφορίας που τον ωθεί στην αναζήτηση τρόπων φυγής από τη μοναξιά και την απελπισία του. Η επιρρέπειά του στη χρήση ουσιών, άμεση συνέπεια της ευαλωτότητας του ψυχισμού του, αντανακλά την κοινωνική ευαλωτότητα, τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών και την απόλυτη εξατομίκευση.
 Η χρήση των ουσιών ισοδυναμεί με ένα «χημικό νάρθηκα», που όμως δεν τον στηρίζει, αλλά αντίθετα τον καταδυναστεύει. Γιατί η χρήση και η εξάρτηση από τις ουσίες αποτελεί μια τυραννική εμπειρία, που τον εκμηδενίζει ως σκεπτόμενο και δρων κοινωνικό άτομο. Έτσι αναπτύσσεται μια δυναμική που τροφοδοτεί την περιθωριακότητα και τροφοδοτείται απ’ αυτήν.
Μέσα στον άγριο κόσμο των ουσιών, όταν πια εγκατασταθεί η εξάρτηση ως τρόπος ζωής, όλες αυτές οι ατομικές περιπτώσεις  χαμένες στην ανωνυμία τους τραγικές μέσα στη μοναξιά την απελπισία και την εξαθλίωση, «σκιές ανθρώπων» περιφέρουν στις πλατείες τα σώματα τους κουβαλώντας στις πλάτες τους το βάρος μιας ζωής χωρίς νόημα. Το μόνο που μπορεί πια να κινήσει την προσοχή και το ενδιαφέρον τους είναι η εξασφάλιση της πολυπόθητης «δόσης». Έχοντας διαρρήξει οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς, επιβιώνουν με μεγάλη δυσκολία στο περιθώριο χωρίς να είναι σε θέση να αρθρώσουν το δικό τους λόγο και να ασκήσουν  τα ατομικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα τους, ενώ οι διακρίσεις και οι προκαταλήψεις που λειτουργούν σε βάρους τους κάνουν εξαιρετικά δυσχερή ακόμη και την πρόσβαση τους στις υπηρεσίες υγείας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν προβλήματα που απειλούν όχι απλά την υγεία αλλά ακόμα και τη ζωή τους.
Σ’ αυτή την κατάσταση η ζωή τους μπορεί να ελέγχεται απόλυτα από τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς της βιοεξουσίας. Στις συνθήκες της ημιπαρανομίας, όπου υποχρεώνονται να διαβιώνουν, πέφτοντας στα γρανάζια της βίας του κατασταλτικού μηχανισμού και των νόμων που τον στηρίζουν χάνουν σιγά – σιγά την κοινωνική τους υπόσταση, καθώς μετατρέπονται σε αντικείμενα χειραγώγησης της σκέψης και της συμπεριφοράς από το σύστημα, που οι ίδιοι μπορεί να απεχθάνονται.
Υπηρετώντας τις ανάγκες της βιοεξουσίας η επίσημη, βιολογικής κατεύθυνσης Ψυχιατρική, υποστηρίζει ότι οι εξαρτήσεις (addictions) οφείλονται σε βλάβες του εγκεφάλου, που δημιουργούν μια χρονία και εν πολλοίς – ανίατη -  νόσο.
Έτσι, ιατρικοποιώντας κοινωνικές συμπεριφορές και πολύ περισσότερο κοινωνικά φαινόμενα η Επιστήμη, με πρώτη την Ιατρική, στην επίσημη εκφορά του επιστημονικού της λόγου, διολισθαίνει στον βιολογικό αναγωγισμό. Χρησιμοποιεί το κύρος της για να αποδώσει κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα σε βιολογικούς παράγοντες, στομώνοντας την κοινωνική κριτική και απενοχοποιώντας το κοινωνικό σύνολο.
           Θέτει ολόκληρο το σώμα γνώσης της στην υπηρεσία της βιοεξουσίας και της βιοπολιτικής, προτείνοντας ως «λύση» κοινωνικών κατά βάση προβλημάτων κάποιες βιολογικού τύπου θεραπείες. Υποστηρίζοντας ότι η αντιμετώπιση της τοξικομανίας μέσα από τα προγράμματα των υποκαταστάτων αποτελεί «θεραπεία», τείνει να καταργήσει την απόσταση που χωρίζει την απεξάρτηση από την συντήρηση της εξάρτησης  ως τρόπου ζωής. Τείνει να αμβλύνει τη διαφορά ανάμεσα στο στόχο της ριζικής αλλαγής λειτουργιών και συμπεριφορών, στις οποίες ανάγεται η θεραπεία απεξάρτησης του συγκεκριμένου ατόμου και στο στόχο του περιορισμού της βλάβης που προκαλεί η χρήση σ’ αυτό αλλά και στην κοινωνία.
           Τείνει να παρουσιάσει ως περίπου ανέφικτη αυτή την αλλαγή και ως μόνη ρεαλιστική λύση την νόμιμη χορήγηση της δόσης και έτσι τη διαιώνιση της παραμονής αυτού του ατόμου στην περιθωριοποίηση, την απάθεια, την αδιαφορία, την απώλεια της ανθρώπινης, δηλαδή της κοινωνικής ουσίας της υπόστασης του, στην οποία τον καταδικάζει η εξάρτησή του.
            Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως, η θεραπεία, ενδεδυμένη με τον ιατρικό της μανδύα, γίνεται το πιο αποτελεσματικό μέσον κοινωνικού ελέγχου όχι μόνο του συγκεκριμένου ατόμου αλλά όλου αυτού του πληθυσμού.
Χαρακτηρίζοντας τον τοξικομανή ως χρόνιο άρρωστο προσδίδει ένα σταθερό χαρακτήρα- πιθανώς και γενετικά καθοριζόμενο όπως υποστηρίζουν ορισμένοι – στη χρήση ουσιών και τον στιγματίζει ανεξίτηλα. Ο αποκλεισμός του στιγματισμένου από τις τάξεις των «κανονικών» αποβλέπει κατά πρώτο λόγο στο να εξουδετερώσει την απειλή που αυτός – μαζί με όλους τους «διαφορετικούς» - αντιπροσωπεύει για την κοινωνία. Η απειλή αφορά βασικά τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αλλά και τις κυρίαρχες ιδεολογικές αντιλήψεις και αξίες.  Μέσα από την δημόσια προβολή από τον Τύπο – και όλα τα ΜΜΕ – της συγκεκριμένης εικόνας του τοξικομανή ως ασθενούς και μέσα από τη μετατροπή του σεαντικείμενο συζήτησης ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και ιδεολογικούς χώρους διαμορφώνονται οι όροι του στιγματισμού του και τροφοδοτούνται οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις σε βάρος του ίδιου και του άμεσου, οικογενειακού και άλλου περιβάλλοντός του.«Έτσι ο τοξικομανής είναι πολλαπλά αποκλεισμένος από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει μια κοινωνία στα μέλη της, ενώ μπορεί να του καταλογιστεί συγχρόνως ότι είναι υπαίτιος της κατάστασης του, επειδή ο ίδιος την έχει επιλέξει. Είναι ακριβώς αυτή η ιδιαιτερότητα που βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή των ατόμων για χρήση καταστροφικών ουσιών, που κοστίζει τελικά στον τοξικομανή τον κοινωνικό του αποκλεισμό. Τα δικά του ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα καθορίζονται από τη σχέση που έχει ενίοτε με την ψυχιατρική, τη δικαιοσύνη ή τις κοινωνικές ομάδες που διαχειρίζονται θέματα τοξικομανίας στο δημόσιο χώρο, καθώς και με την πολιτική εξουσία.23
          Μέσα σ’ αυτές τις δαιδαλώδεις διαδρομές εσωτερικεύει  το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος της οικογένειας και της κοινωνίας και διαμορφώνει ανάλογα τη συμπεριφορά του, με άξονα πάντα τη βία, προς τον εαυτό του και προς τους άλλους, μια βία που τροφοδοτεί το πλέγμα της παραβατικότητας και της καταστολής, μέσα στο οποίο εγκλωβίζεται τελικά.
           Κουβαλώντας με ντροπή, πόνο και ενοχές το στίγμα του, μαστιγώνοντας ο ίδιος τον εαυτό του μέσα στην επώδυνη διαδικασία του αυτοστιγματισμού του, χάνεται στα βάθη της ανασφάλειας, του φόβου, της απαξίωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Έχοντας εσωτερικεύσει την εικόνα του ανάξιου και αποτυχημένου δεν βρίσκει ούτε την δύναμη ούτε το κουράγιο να απευθυνθεί σ’ ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και να ζητήσει βοήθεια. Είναι και  αυτός ένας από τους λόγους που, μαζί με την έλλειψη θεραπευτικών προγραμμάτων, συμβάλλει στο να είναι μικρό σε σχέση με το σύνολο, το ποσοστό των τοξικομανών που απευθύνονται σε «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης.
Ο στιγματισμός είναι ακόμα πιο μεγάλος όταν αφορά γυναίκες και μητέρες τοξικομανείς και γίνεται διπλός όταν πρόκειται για άτομα διπλής διάγνωσης, δηλαδή τοξικομανείς που παρουσιάζουν ταυτόχρονα και κάποιας μορφής ψυχική διαταραχή. Σ’ αυτές τις κατηγορίες των τοξικομανών η προσέλευση σε στεγνό πρόγραμμα απεξάρτησης είναι ακόμα πιο μικρή και η περιθωριοποίηση ακόμα μεγαλύτερη.
Η Τοξικομανία στον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων
        Το κοινωνικά αποκλεισμένο άτομο είναι τόσο εξατομικευμένο, τόσο ισοπεδωμένο από το βάρος του στίγματος και της κοινωνικής απομόνωσης τόσο αποθαρρυμένο που δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει εστία ενεργητικής αντίστασης  σ’ όλους εκείνους τους παράγοντες που προκαλούν και συντηρούν τον αποκλεισμό του.
            Αντίθετα αναπτύσσει εύκολα εξαρτήσεις από νόμιμες και παράνομες ουσίες, στην απεγνωσμένη «επιχείρηση φυγής» απ’ την τραγική καθημερινότητα. 
Τα ποσοστά της τοξικομανίας στον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων είναι υψηλά, μολονότι υπάρχουν σοβαροί μεθοδολογικοί περιορισμοί, που αφορούν τη συλλογή, την καταγραφή και τη συγκριτική εκτίμηση των δεδομένων.
Με βάση, πάντως τα στοιχεία που διαθέτει αυτή τη στιγμή το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα ναρκωτικά (EMCDDA) η κατάσταση είναι τραγική.26
Έχει βρεθεί ότι το 45.8% των τοξικομανών στην Ευρώπη είναι άνεργοι. Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι ακόμα πιο υψηλό, φτάνοντας το 64,3%. Από τα επίσημα στοιχεία συνάγεται επίσης ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός των τοξικομανών που απευθύνεται σε θεραπευτικά προγράμματα έχει εγκαταλείψει το σχολείο ή έχει εκδιωχθεί απ’ αυτό και δεν έχει καν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Στο χώρο των φυλακισμένων περισσότεροι από τους μισούς (54%) κάνει χρήση ουσιών μέσα στη φυλακή και μάλιστα ενδοφλέβια (το 34%). Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών (το 3-26%) άρχισε τη χρήση ενώ βρισκόταν στη φυλακή.
Σε σχέση με τους μετανάστες δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Από το ΕΚΤΕΠΝ γνωρίζουμε μόνο ότι το 1,4% των τοξικομανών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα το 2002 ήταν μετανάστες.
Υπάρχουν σοβαρές μελέτες σε πληθυσμούς αστέγων της Δανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας, που επιβεβαιώνουν τα μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας. Η Ολλανδία και η Μ. Βρετανία αναφέρουν ποσοστά τοξικομανίας 14-80% στους αστέγους που ζουν σε πρόχειρα καταλύματα και ακόμα μεγαλύτερα σ’ εκείνους που ζουν στο δρόμο. Από τα του ΕΚΤΕΠΝ φαίνεται ότι το 4,9% των χρηστών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα μέσα στο 2001 ήταν άστεγοι.
Τα παιδιά των τοξικομανών που οι γονείς τους συνεχίζουν να κάνουν χρήση έχουν διπλάσια πιθανότητα να εγκαταστήσουν κάποια τοξικομανία. Θεωρείται ότι αυτά τα παιδιά έχουν επικράτηση τοξικομανίας 37-49% στη διάρκεια της ζωής τους σε σύγκριση με ένα 29-39% των παιδιών των μη-χρηστών.
Τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση (σεξουαλική και άλλη) μέσα και έξω από την οικογένεια έχουν πολλαπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν τοξικομανία. Από σχετική έρευνα στην Πορτογαλία φαίνεται ότι αυτή είναι επταπλάσια.
Στα παιδιά του δρόμου τα ποσοστά της τοξικομανίας είναι επίσης υψηλά, 2-8- φορές μεγαλύτερα από ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι ουσίες που χρησιμοποιούν αυτά τα παιδιά είναι βασικά το κρακ, η ηρωίνη και τα διαλυτικά.
Μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας, ανευρίσκονται επίσης στα παιδιά που ζουν σε αναμορφωτήριο και δεν παρακολουθούν σχολείο. Στη Γαλλία το ποσοστό αυτό φτάνει το 65%, ενώ στη Φινλανδία το 40%.
Μια ποιοτική μελέτη σε πόρνες της Ιταλίας έχει δείξει ότι άλλες κάνουν χρήση ναρκωτικών για να αντέξουν τις συνθήκες της ζωής τους ενώ άλλες κάνουν πορνεία για να εξασφαλίσουν τα ναρκωτικά τους.
Τέλος πρέπει να πούμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών που βρίσκονται σε ψυχιατρεία ή άλλες ψυχιατρικές υπηρεσίες κάνει χρήση ναρκωτικών. Από σχετικές έρευνες στη Δανία το ποσοστό αυτό – με βάση τα στοιχεία του EMCDDA – φτάνει το 50-60%.
Κοινωνική Επανένταξη ή κοινωνικός έλεγχος;
Η άρση των όρων του κοινωνικού αποκλεισμού του τοξικομανούς συνεπάγεται τη ρήξη του όχι μόνο με τη χρήση ουσιών, αλλά κυρίως με την ίδια την εξάρτηση ως λειτουργία και ως τρόπο ζωής.
Αυτή η διαδικασία- επίπονη, δύσκολη και χρονοβόρα- της ρήξης με την εξάρτηση είναι ταυτόχρονα μια διαδικασίαμετάβασης με νέο ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι, πραγματικής συμμετοχής του σε μια κοινωνική ζωή. Είναι μια διαδικασία άρσης των όρων της απόταξης του συγκεκριμένου υποκειμένου από το κοινωνικό σώμα, μια διαδικασία προοδευτικής κοινωνικοποίησής του, μέσα από την υπέρβαση της ελλειμματικότητας που προϋπήρχε της εξάρτησής του. Κατά τη Σωσώ Τσίλη23 πρόκειται για μια διαδικασία αναστολής των κοινωνικών μηχανισμών που δημιουργούν και επαναδραστηριοποιούν την απόρριψή του. Σ’ αυτό ανάγεται, σε τελευταία ανάλυση, ολόκληρη η θεραπεία απεξάρτησης και κοινωνικής του επανένταξης.
            Απεξαρτημένο δεν είναι το άτομο που απλά και μόνο έχει διακόψει προσωρινά τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών. Απεξαρτημένο πρέπει να θεωρείται το άτομο που έχει πραγματοποιήσει, στα πλαίσια  της θεραπευτικής διαδικασίας απεξάρτησης, βαθιές αλλαγές στις ψυχολογικές του λειτουργίες, στον τρόπο που σκέφτεται, που εκφράζει τα συναισθήματά του, που κάνει αληθινές σχέσεις επικοινωνίας. Μέσα απ’ αυτές τις αλλαγές αυτό το άτομο γίνεται ικανό να αναπτύσσει τη δική του κριτική σκέψη και να διατυπώνει το δικό του ανεξάρτητο λόγο. Γίνεται ικανό να ξεπερνά τις τάσεις της παραίτησης και της εξατομίκευσης, να εντάσσεται σε συλλογικότητες και να λειτουργεί ομαδικά, να θέτει και να κατακτά υψηλούς στόχους, να είναι δημιουργικό, να δίνει αξία στον εαυτό του και να παίρνει αναγνώριση της αξίας του από τους άλλους. Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη, καθόλου ευθύγραμμη πορεία, με βήματα προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω, όταν δυσκολεύεται να ξεπεράσει τα εμπόδια και γλιστρά στην υποτροπή, αποκτά, με τη βοήθεια του θεραπευτικού πλαισίου, συνείδηση όλων εκείνων των παραγόντων, ατομικών και ομαδικών που το ώθησαν  – και ωθούν χιλιάδες νέους καθημερινά – στον κόσμο των ουσιών και στην εξάρτηση.
Μέσα σ’ αυτή την πορεία αποκτά τη δική του ανεξάρτητη κοινωνική υπόσταση και ταυτότητα, διεκδικεί τα δικαιώματα του, ατομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ανθρώπινα και δίνει προσωπικό νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του. Σ’ αυτό ανάγεται η κοινωνική του επανένταξη, που θέτει ως πρώτους στόχους την ουσιαστική εργασιακή αποκατάσταση, την ανεξάρτητη από τους γονείς διαβίωση, την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας και των νομικών εκκρεμοτήτων που κουβαλά από το παρελθόν, έχει όμως ως τελικό της στόχο την κατάκτηση της αυτονομίας του σε όλα τα επίπεδα. Μέσα σε μια κοινωνία εξατομίκευσης και αποκλεισμού αποκτά ιδιαίτερη σημασία η κατάκτηση, σ’ αυτή την πορεία της κοινωνικής επανένταξης, του πνεύματος συλλογικότητας, της δημιουργικής έκφρασης, της πραγμάτωσης δυνατοτήτων, της ανάπτυξης ικανοτήτων, της πολύπλευρης γενικά ανάπτυξης της προσωπικότητας του απεξαρτημένου. Αυτό που αλλάζει επίσης είναι η σχέση του με το χώρο και το χρόνο, τον προσωπικό και τον κοινωνικό.
Στη βάση αυτής της αλλαγμένης ποιοτικά σχέσης ο απεξαρτημένος γίνεται ικανός να αντιστέκεται στην πίεση της καθημερινότητας και να μη βουλιάζει κάτω από το βάρος της, να μην πνίγεται μέσα στην ανωνυμία, τη συμβατικότητα, τη ρουτίνα. Η Τέχνη συμβάλει στην κατάκτηση όλων αυτών των μεγάλων στόχων  δίνει τα μέσα για την επανεύρεση του χαμένου ουτοπικού ορίζοντα. Γιατί η Τέχνη ενυπάρχει στη ζωή και φανερώνει την ουτοπική διάσταση του μέλλοντός της. Οι ρίζες της Τέχνης βρίσκονται μέσα στην ίδια διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής, στην εργασία ως μεταβολισμό του ανθρώπου και της φύσης. Δεν είναι «μια μορφή κοινωνικής συνείδησης», αλλά η αντικειμενοποίηση ουσιαστικών δυνάμεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Σ’ αυτά τα πλαίσια γίνεται καταλυτικός ο ρόλος της Τέχνης στην θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης και της κοινωνικής επανένταξης.
       Εκείνο που, κυρίως, επιδιώκεται στα πλαίσια της θεραπευτικής διαδικασίας απεξάρτησης, είναι η αναδόμηση των κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών που είχαν διαρραγεί μέσα στον κόσμο των ουσιών. Αυτή η αναδόμηση προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα και ενέργειες τόσο από την πλευρά του εξαρτημένου, της οικογένειας του και του θεραπευτικού πλαισίου στο οποίο έχει ενταχθεί, όσο και από την πλευρά της Πολιτείας και της Κοινωνίας.
            Στην πράξη αυτό που κυριαρχεί σήμερα στο χώρο της απεξάρτησης είναι η προκλητική αδιαφορία της Πολιτείας για μια πραγματική, ισότιμη, κοινωνική επανένταξη των απεξαρτημένων. Όχι μόνο απουσιάζει παντελώς από τον Ελληνικό χώρο μια κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική κοινωνικής επανένταξης αλλά υπονομεύονται στην πράξη και αυτές οι προσπάθειες των «στεγνών» προγραμμάτων να αναδείξουν την κρισιμότητα του ζητήματος  και να διεκδικήσουν μέτρα.
            Προωθώντας συστηματικά τη συντήρηση της εξάρτησης μέσα από την εφαρμογή των προγραμμάτων υποκατάστασης κάθε τύπου οι αρμόδιοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιορίζουν ασφυκτικά την διαδικασία της κοινωνικής επανένταξης στην προκρούστεια κλίνη που επιβάλει η πολιτική της «μείωσης της βλάβης».
Αυτό γίνεται με πολλούς τρόπους:
1) Μέσα από την άρνηση της Πολιτείας στην πράξη, να πάρει μέτρα ουσιαστικής αντιμετώπισης της ανεργίας, της οικονομικής δυσπραγίας, της έλλειψης στέγης, των κινδύνων της φυλακής, της καταπάτησης των βασικών κοινωνικών, πολιτικών, ανθρώπινων δικαιωμάτων των απεξαρτημένων, την  αδιαφορία της αντιμετώπισης δηλαδή όλων εκείνων των προβλημάτων που δρούν ως παράγοντες υποτροπής.
2) Μέσα από την συντήρηση και αναπαραγωγή, με την συνδρομή και της επίσημης ψυχιατρικής, όλων των κοινωνικών στερεοτύπων που στιγματίζουν ως χρόνιο ασθενή και περιθωριοποιούν τον τοξικομανή.
3) Μέσα από το ισχύον κατασταλτικό, νομικό και δικαστικό οικοδόμημα που τον εξοντώνει ως άνθρωπο, ενισχύοντας τους παράγοντες που τον ωθούν στην υποτροπή και την επιστροφή του στον κόσμο των ουσιών, απ’ όπου είχε με την θέληση του δραπετεύσει.
            Είναι φανερό ότι η Πολιτεία αυτό που θέλει με κάθε τρόπο να εμποδίσει είναι η πορεία των απεξαρτημένων προς την κατάκτηση της πλήρους και σε όλα τα επίπεδα αυτονομίας τους. Στόχος της-φανερός αλλά όχι ομολογημένος- είναι να ακυρώσει άμεσα και έμμεσα κάθε μορφής αντίσταση του απεξαρτημένου στις δυνάμεις της βιοεξουσίας.
            Σ’ αυτή τη βάση, η πλάστιγγα του κράτους κλίνει φανερά υπέρ των κάθε είδους υποκατάστατων. Αυτά, τουλάχιστον, μπορούν να συντηρήσουν το καθεστώς του θεσμοθετημένου ελέγχου όλης αυτής της κοινωνικής ομάδας, στην οποία δίνονται τα υποκατάστατα.
            Αυτά μπορούν να εξασφαλίσουν μια ιδιότυπη συμμετοχή  στην κοινωνία μέσα από την ένταξη στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, υπό την ιδιότητα του «ασθενούς», που η ασθένεια του, του επιτρέπει να συμμετέχει μόνο σ’ αυτή τη συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής ζωής στην οποία ανάγεται η διαδικασία χορήγησης του υποκατάστατου, που έρχεται να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει, τη συναλλαγή για τη δόση. 
            Απ’ αυτή την άποψη το πραγματικό περιεχόμενο της κοινωνικής επανένταξης είναι η διαρκής σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα του απεξαρτημένου με όλες τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς χειραγώγησης της συνείδησης του, ομαλοποίησης της συμπεριφοράς και κοινωνικού ελέγχου. Και είναι αυτό ακριβώς το περιεχόμενο που διαφοροποιεί την έννοια της κοινωνικής επανένταξης από αυτήν της κοινωνικής αποκατάστασης, που έχει ως περιεχόμενό της την προσαρμογή του ατόμου στην κοινωνικά αποδεκτή νόρμα.   
_____________________________________________________________
* Ψυχίατρος , Επιστημονικά Υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Ψ.Ν.Α 18 ΑΝΩ. Κοινωνία και Ψυχική Υγεία – Τεύχος 1ο Οκτώβριος 2006.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1.              Miguel Benasayag , Gerard Schmit “Les passions tristes” ed La Decouverte  Poche - 2006
2.              Thomas Lemke “Marx Sans guillemets: Foucault, la gouvernementalite el la critieue du neoliberalisme”. Actuel Marx No 36, 2004
3.       Herny A. Giroux : “Global capitalism and the return of the garrison state. Arena Journal 19, 2002, σελ. 141 – 160
4.       R. Castel “Les marginaux dans l’ Listoire”, στο “L’ exclusion L’ état des savoirs” ed La Decouverte, 1996
5.       Bryan D Palmer «Κουλτούρες της νύχτας» Εκδόσεις Σαββάλας ,2006 σελ. 6
6.           βλ. ο.π.π  σελ. 26
7.           Arlette Farge «Ο ζητιάνος. Ένας περιθωριακός;» Εκδ. Ροές – Δοκίμια.
8.           Νίκος Καραπιδάκης «Περιθωριακοί στη Μεσαιωνική Δύση» Εφημερίδα  «Ελευθεροτυπία» 16/12/2004 στο Ένθετο «Ιστορικά» « Οι περιθωριακοί».
9.        R. Castel « Les pièges de l’exclusion Lien social et politiques » RIAC 1995
10.     Chantal Guerin ‘’L’exclusion et son contraire’’ στον συλλογικό τόμο ‘’Aux frontiers du social – 'L’exclu' sous la direction d’ Alain Gauthier’’ – ed L’Harmattan, 1997
11.     Zygmound Bauman «Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας» Εκδ. Κατάρτι, 2005, σελ. 116
12.     Patrick Baudry “L’asocial” “Aux frontières du social, 'L’exclu' sαns la direction de Alain Gauthier’’, σελ. 85-104
13.     Γ. Πανούσης «Ο 'γεννημένος εγκληματίας' ξαναγεννιέται;» Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 31-8-2006
14.     Σ. Μιχαήλ « Βιοεξουσία και απελευθέρωση» « Τετράδια Ψυχιατρικής» Νο 67.
15.      M. Foucault «Για την υπεράσπιση της κοινωνίας» Εκδ. Ψυχογιός Αθήνα 2002.
16.      Τζένη Καβουνίδη «Κοινωνικός αποκλεισμός, έννοια, κοινοτικές  πρωτοβουλίες, ελληνική εμπειρία και διλήμματα πολιτικής» στο «Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα» ΕΚΚΕ 1996, τομ. Α: σελ. 47-79.
17.        Δέσποινα Παπαδοπούλου «Η φύση του κοινωνικού αποκλεισμού στην ελληνική κοινωνία» στο «Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός» βλ.17, σελ. 367-398 , εκδ. Εξάντας, 2004
18.        Walker A., Walker C. “Britain divided: the growth of Social Exclusion in the 1980 and 1990’sLondon : Child Poverty Action Group, 1997, αναφέρεται στο άρθρο του Ruth Levitas: «Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού και η νέα ντορκεμιανή ηγεμονία» στο Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός εκδ. Έξαντας, Μ. Πετμετζίδου Χρ. Παπαθεοδώρου 2004
19.        Serge Paugam “Pauvreté et exclusion. La force des contrastes sociaux” στο « L’ exclusion L’ état des savoirs », ed L’ Harmattan, 1996
20.        Νίκος Φακολάς, Γιώργος Στυλιαράς, Καλλιόπη Μουλά «Ο κοινωνικός  αποκλεισμός των απεξαρτημένων ατόμων» στο «Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα» τόμος Α΄, σελ. 331-365
21.        Μαρία Καραμεσίνη «Ανεργία, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός»  στο Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός» σελ. 399 – 438.
22.        Μ. Δρετάκη «Η διαιώνιση της φτώχειας στην Ελλάδα» Ελευθεροτυπία  21-22/4/06
23.        Σωσώ Τσίλη «Τοξικομανείς και κοινωνικός αποκλεισμός» στο «διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα» ΕΚΚΕ 1996,  τομ. Β΄ σελ. 111-113
24.        EMCDDA. Annual Report on the state of the drug problem in the European Union and Norway, 2002

 
Αναδημοσίευση από το αρχειακό ιστολόγιο της Πανελλαδικής Συσπείρωσης για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου